Σαν έριξα και το στερνό δαυλί στο φωτογώνο,
(δαυλί της ζωής μου της κλεισμένης μες το χρόνο)
στο φωτογωνι της καινούργιας λευτεριάς σου,
Ελλάδα,
Ελλάδα,
μου αναλαμπάδιασε άξαφνα η ψυχή
σαν να 'ταν όλο χαλκός το διάστημα,
ή ως να 'χα, τ άγιο κελλί
Του Ηράκλειτου τριγύρα μου,
όπου χρόνια,
για την Αιωνιότη
για την Αιωνιότη
εχάλκευσε τους λογισμούς του
και τους κρεμνούσε
ως άρματα
ως άρματα
στης ΄Εφεσος το Ναό ...
********
Γιγάντιες σκέψεις,
σα νέφη πύρινα
ή νησιά Πορφυρωμένα
σε μυθικόν ηλιοβασίλεμα,
άναβαν στο νου μου,
τι όλη μου καίονταν μονομιάς η ζωή
στην έγνοια της καινούργιας λευτεριάς Σου,
Ελλάδα.
Γι αυτό δεν είπα:
Τούτο είναι το φως
Τούτο είναι το φως
της νεκρικής πυράς μου ...
Δαυλός της Ιστορίας Σου, έκραξα, είμαι,
και να, ας καεί σα δάδα
το έρμο μου κουφάρι,
το έρμο μου κουφάρι,
με τη δάδα τούτην,
ορθός πορεύονται,
ορθός πορεύονται,
ως με την ύστερη ώρα,
όλες να φέξουν τέλος τι,
γωνιές της οικουμένης,
γωνιές της οικουμένης,
ν' ανοίξω δρόμο στη ψυχή,
στο πνεύμα,
στο κορμί Σου,
Ελλάδα.
********
Είπα, κι εβάδισα
κρατώντας τ' αναμμένο μου συκώτι
κρατώντας τ' αναμμένο μου συκώτι
στον καύκασό Σου,
και το κάθε πάτημά μου ήταν το πρώτο,
κι ήταν, θάρρευα, το τελευταίο,
τι το γυμνό μου πόδι επάτει μέσα στα αίματά Σου,
τι το γυμνό μου πόδι εσκόνταυε στα πτώματά Σου,
γιατί το σώμα, η όψη μου,
όλο μου το πνεύμα καθρεφτιζόταν,
σα σε λίμνη, μέσα στα αίματά Σου.
Εκεί,
σε τέτοιον άλικο καθρέφτη, Ελλάδα,
σε τέτοιον άλικο καθρέφτη, Ελλάδα,
καθρέφτη απύθμενο,
καθρέφτη της αβύσσου,
της Λευτεριάς Σου
και της δίψας Σου,
και της δίψας Σου,
είδα τον εαυτό μου
βαρύ από κοκκινόχωμα πηλό,
πλασμένο,
βαρύ από κοκκινόχωμα πηλό,
πλασμένο,
καινούργιο Αδάμ
της πιο καινούργιας Πλάσης,
της πιο καινούργιας Πλάσης,
όπου να πλάσουνε για Σένα μέλλει,
Ελλάδα.
Ελλάδα.
********
Κι είπα:
Το ξέρω, ναι
που κι οι Θεοί Σου, οι Ολύμπιοι
που κι οι Θεοί Σου, οι Ολύμπιοι
χθόνιο τώρα γίνανε θεμέλιο,
γιατί τους θάψαμε βαθιά βαθιά,
να μην τους βρουν οι ξένοι.
Και το θεμέλιο διπλό στέριωσε
και ετριπλοστέριωσε
όλο μ' όσα οι οχτροί μας
κόκκαλα σωριάσανε από πάνω ...
Κι ακόμα ξέρω
πως για τις σπονδές
και το τάμα του νέου Ναού
π' ονειρευτήκαμε για Σένα,
Ελλάδα,
Ελλάδα,
μέρες και νύχτες
τόσα αδέλφια σφάχτηκαν ανάμεσά τους,
όσα δε σφάχτηκαν αρνιά ποτέ για Πάσχα ...
Μοίρα, κι η Μοίρα Σου
ως τα τρίσβαθα δική μου
κι απ' την Αγάπη,
απ' τη μεγάλη δημιουργό Αγάπη
να που η ψυχή μου εσκλήρυνεν,
εσκλήρυνε και μπαίνει
ακέρια πια μέσα στη λάσπη
και μες το αίμα Σου,
να πλάσει τη νέα καρδιά
που χρειάζεται στο νιο Σου αγώνα, Ελλάδα.
Τη νέα καρδιά
που κιόλας έκλεισα στα στήθη
και κράζω σήμερα μ' αυτή
προς τους συντρόφους όλους.
********
********
Ομπρός βοηθάτε
να σηκώσουμε τον ήλιο
πάνω απ' την Ελλάδα,
πάνω απ' την Ελλάδα,
ομπρός, βοηθάτε
να σηκώσουμε τον ήλιο
πάνω από τον κόσμο.
πάνω από τον κόσμο.
Τι, ιδέτε,
εκόλλησεν η ρόδα του
βαθιά στη λάσπη,
βαθιά στη λάσπη,
κι α, δέτε χώθηκε τ' αξόνι του
βαθιά μες το αίμα.
Ομπρός, παιδιά,
και δε βολεί
μονάχος του ν' ανέβει ο ήλιος,
σπρώχτε με γόνα και με στήθος
να τον βγάλουμε απ ' τη λάσπη,
σπρώχτε με στήθος και με γόνα
να τον βγάλουμε απ' το γαίμα.
Δέστε, ακουμπάμε απάνω του
ομοαίματοι αδελφοί του.
Ομπρός, αδέλφια,
και μας έζωσε με τη φωτιά του,
και μας έζωσε με τη φωτιά του,
Ομπρός, ομπρός,
κι η φλόγα του
μας τύλιξεν αδελφοί μου.
μας τύλιξεν αδελφοί μου.
********************
Ομπρός οι δημιουργοί. ..
Την αχθοφόρα ορμή Σας,
στυλώστε με κεφάλια και με πόδια,
μη βουλιάξει ο ήλιος.
Βοηθάτε με κι εμένανε αδελφοί,
να μη βουλιάξω αντάμα ...
Τι πια ειν' απάνω μου και μέσα μου και γύρα.
Τι πια γυρίζω σ' έναν άγιον Ίλιγγο μαζί του ...
Χίλια καπούλια ταύροι του κρατάν τη βάση,
δικέφαλος αητός,
κι απάνω μου τινάζει τις φτερούγες του
και βογγάει ο σάλαγός του στην κεφαλή μου πλάι
και μέσα στη ψυχή μου,
και το μακριά και το σιμά για μέ πια είναι ένα ...
Πρωτάκουστες, βαριές,
με ζώνουν Αρμονίες,
με ζώνουν Αρμονίες,
ομπρός, συντρόφοι, βοηθάτε,
να σηκωθεί,
να γίνει ο ήλιος πνεύμα.
*******
Σιμώνει ο νέος ο Λόγος
π' όλα θα τα βάψει,
στη νέα του φλόγα,
νου και σώμα,
ατόφιο ατσάλι ...
ατόφιο ατσάλι ...
Η γη μας αρκετά λιπάστηκε
από σάρκα ανθρώπου
... παχιά και καρπερά,
να μην αφήσουμε τα σώματά μας
να ξεραθούν απ' το βαθύ
τούτο λουτρό του αιμάτου
πιο πλούσιο, πιο βαθύ
κι απ' όποιο πρωτοβρόχι.
Αύριο να βγει ο καθένας μας
με δώδεκα ζευγάρια βόδια
τη γη αυτή να οργώσει
την αιματοποτισμένη ...
Ν' ανθίσει η δάφνη απάνω της
και δέντρο της ζωής να γένει,
κι η ΄Αμπελός μας να απλωθεί
ως τα πέρατα της οικουμένης ...
****************
'Έτσι, σαν έριξα και το στερνό δαυλί
στο φωτογώνι
στο φωτογώνι
(δαυλί της ζωής μου της κλεισμένης μες το χρόνο)
στο φωτογώνι της καινούργιας Λευτεριάς Σου,
Ελλάδα,
αναψυχώθηκε άξαφνα
Ελλάδα,
αναψυχώθηκε άξαφνα
τρανή η κραυγή μου,
ως να 'ταν όλο χαλκός το διάστημα
ή ως να 'χα τ' άγιο κελλί
του Ηράκλειτου τριγύρα μου,
όπου, χρόνια,
για την Αιωνιότη
για την Αιωνιότη
εχάλκευε τους στοχασμούς του
και τους κρεμνούσε ως άρματα
στης ΄Εφεσος το Ναό
ως Σας έκραζα
σύντροφοι.
σύντροφοι.
********
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.