Δευτέρα 20 Μαΐου 2013

Αλιεύσεις εκ της Καινής ΔΙΑ-θήκης ! 4 (Άπαν το κείμενον του Ευαγγελίου του Ιωάννου εις "κανονικήν" σελίδαν ...)

   Αντιγράφω το κείμενον του Ευαγγελίου του Ιωάννου, εκ της εκδόσεως της Αδελφότητος Θεολόγων "Η ΖΩΗ" (Κείμενον-Ερμηνευτική απόδοσις υπό Ι. Θ. Κολιτσάρα), έκδοσις τριακοστή.
   Το κείμενον αντιγράφω εις γραφήν "μεγάλην", ως ωνομάζεται υπό του η/υ (εν ώ εις την έκδοσιν της Καινής ΔΙΑ-θήκης το κείμενον γράφεται δια γραφής "μικράς"), ώστε να πλησιάζη έτι περισσώτερον εις την χειρόγραφον γραφήν ενός ανθρώπου !
   Το κείμενον αντιγράφω άνευ τίτλων, αριθμήσεως κεφαλαίων και φράσεων (άπαντα προφανώς υπό μεταγενεστέρων προστεθέντα προς διευκόλυνσιν ίσως των Αναγνωστών-Πιστών), ώστε να πλησιάζη εις έκτασιν το, πιθανώς, χειρόγραφον κείμενον !
   Αι 7 κάτωθι σειραί του Ευαγγελίου αποτελούν ... ολόκληρον την 1ην σελίδαν του βιβλίου εκ της Καινής ΔΙΑ-θήκης, προς λήψιν υπ' όψιν της αναλογίας των δύο γραφών, εμού και της επισήμου.
   Δεν ετήρησα την χρήσιν των πνευμάτων, λόγω της μή εν τω η/υ εμού εγκαταστάσεως τούτων.
***************************************************
"Εν αρχή ήν ο Λόγος, και ο λόγος ήν προς τον Θεόν, και ο Θεός ήν ο λόγος. Ούτος ήν εν αρχή προς τον Θεόν. πάντα δι' αυτού εγένετο, και χωρίς αυτού εγένετο ουδέ έν ό γέγονεν. εν αυτώ ζωή ήν, και η ζωή ήν το φώς των ανθρώπων. και το φως εν τη σκοτία φαίνει, και η σκοτία αυτό ού κατέλαβεν.
Εγένετο άνθρωπος απεσταλμένος παρά Θεού, όνομα αυτώ Ιωάννης. ούτος ήλθεν εις μαρτυρίαν, ίνα μαρτυρήση περί του φωτός, ίνα πάντες πιστεύσωσι δι' αυτού. ουκ ήν εκείνος το φώς, αλλ' ίνα μαρτυρήση περί του φωτός. Ήν το φώς το αληθινόν, ό φωτίζει πάντα άνθρωπον ερχόμενον εις τον κόσμον. εν τω κόσμω ήν, και ο κόσμος δι' αυτού εγένετο, και ο κόσμος αυτόν ούκ έγνω. 
  εις τα ίδια ήλθε, και οι ίδιοι αυτόν ου παρέλαβον. όσοι δε έλαβον αυτόν, έδωκεν αυτοίς εξουσίαν τέκνα Θεού γενέσθαι, τοις πιστεύουσιν εις το όνομα αυτού, οι οικ εξ αιμάτων, ουδέ εκ θελήματος σαρκός, ουδέ εκ θελήματος ανδρός, αλλ' εκ Θεού εγεννήθησαν. 
Και ο Λόγος σάρξ εγένετο και εσκήνωσεν εν ημίν, και εθεασάμεθα την δόξαν αυτού, δόξαν ως μονογενούς παρά πατρός, πλήρης χάριτος και αληθείας.
Ιωάννης μαρτυρεί περί αυτού και κέκραγε λέγων : ούτος ήν όν είπον, ο οπίσω μου ερχόμενος έμπροσθέν μου γέγονεν, ότι πρώτος μου ήν. Και εκ του πληρώματος αυτού ημείς πάντες ελάβομεν, και χάριν αντί χάριτος. ότι ο νόμος δια Μωϋσέως εδόθη, η χάρις και η αλήθεια δια Ιησού Χριστού εγένετο. Θεόν ουδείς εώρακε πώποτε. ο μονογενής υιός ο ών εις τον κόλπον του πατρός, εκείνος εξηγήσατο. 
Και αύτη εστίν η μαρτυρία του Ιωάννου, ότε απέστειλαν οι Ιουδαίοι εξ Ιεροσολύμων ιερείς και λευίτας, ίνα ερωτήσωσιν αυτόν. συ τίς εί ; και ωμολόγησε, και ουκ ηρνήσατο. και ωμολόγησεν ότι ουκ είμί ο Χριστός. και ηρώτησαν αυτόν. τι ούν ; Ηλίας ει σύ ; και λέγει. ουκ ειμί. ο προφήτης εί σύ ; και απεκρίθη, ού. είπον ούν αυτώ. τις εί ; ίνα απόκρισιν δώμεν τοις πέμψασιν ημάς. τι λέγεις περί σεαυτού ; έφη. εγώ φωνή βοώντος εν τη ερήμω, ευθύνατε την οδόν Κυρίου, καθώς είπεν Ησαίας ο προφήτης. και οι απεσταλμένοι ήσαν εκ των Φαρισαίων και ηρώτησαν αυτόν και είπον αυτώ. τι ούν βαπτίζεις, ει σύ ουκ εί ο Χριστός ούτε ο Ηλίας ούτε ο προφήτης ; απεκρίθη αυτοίς ο Ιωάννης λέγων. εγώ βαπτίζω εν ύδατι. μέσος δε υμών έστηκεν όν υμείς ουκ οίδατε. αυτός έστιν ο οπίσω μου ερχόμενος, ός έμπροσθέν μου γέγονεν, ού εγώ ουκ ειμί άξιος ίνα λύσω αυτού τον ιμάντα του υποδήματος. Ταύτα εν Βηθανία εγένετο πέραν του Ιορδάνου, όπου ήν Ιωάννης βαπτίζων. 
Τη επαύριον βλέπει ο Ιωάννης τον Ιησούν ερχόμενον προς αυτόν και λέγει : ίδε ο αμνός του Θεού ο αίρων την αμαρτίαν του κόσμου. ούτος εστί περί ού εγώ είπον. οπίσω μου έρχεται ανήρ ός έμπροσθέν μου γέγονεν, ότι πρώτος μου ήν. καγώ ουκ ήδειν αυτόν, αλλ' ίνα φανερωθή τω Ισραήλ, δια τούτο ήλθον εγώ εν τω ύδατι βαπτίζων. και εμαρτύρησεν Ιωάννης λέγων ότι τεθέαμαι το Πνεύμα καταβαίνον ως περιστεράν εξ ουρανού, και έμεινεν επ' αυτόν. καγώ ουκ ήδειν αυτόν, αλλά ο πέμψας με βαπτίζειν εν ύδατι, εκείνος μοι είπεν : εφ' όν άν ίδης το Πνεύμα καταβαίνον και μένον επ' αυτόν, ούτός εστίν ο βαπτίζων εν Πνεύματι Αγίω. καγώ εώρακα και μεμαρτύρηκα ότι ούτος έστιν ο υιός του Θεού.
Τη επαύριον πάλιν ειστήκει ο Ιωάννης και εκ των μαθητών αυτού δύο, και εμβλέψας τω Ιησού περιπατούντι λέγει : ίδε ο αμνός του Θεού. και ήκουσαν αυτού οι δύο μαθηταί λαλούντος, και ηκολούθησαν τω Ιησού. στραφείς δε ο Ιησούς και θεασάμενος αυτούς ακολουθούντας λέγει αυτοίς : τι ζητείτε ; οι δε είπον αυτώ : ραββί, ο λέγεται ερμηνευόμενον διδάσκαλε, που μένεις ; λέγει αυτοίς : έρχεσθε και ίδετε. ήλθον ουν και είδον που μένει, και παρ' αυτώ έμειναν την ημέραν εκείνην, ώρα ήν ως δεκάτη. ήν Ανδρέας ο αδελφός Σίμωνος Πέτρου είς εκ των δύο των ακουσάντων παρά Ιωάννου και ακολουθησάντων αυτώ. ευρίσκει ούτος πρώτος τον αδελφόν τον ίδιιον Σίμωνα και λέγει αυτώ : ευρήκαμεν τον Μεσσίαν. ό εστί μεθερμηνευόμενον Χριστός, και ήγαγεν αυτόν προς τον Ιησούν. εμβλέψας αυτώ ο Ιησούς είπε : σύ εί Σίμων, ο υιός Ιωνά, συ κληθήση Κηφάς, ο ερμηνεύεται Πέτρος.
Τη επαύριον ηθέλησεν ο Ιησούς εξελθείν εις την Γαλιλαίαν. και ευρίσκει Φίλιππον και λέγει αυτώ : ακολούθει μοι. ήν δε ο Φίλιππος από Βηθσαϊδά, εκ της πόλεως Ανδρέου και Πέτρου.ευρίσκει Φίλιππος τον Ναθαναήλ και λέγει αυτώ : όν έγραψε Μωϋσής εν τω νόμω και οι προφήται, ευρήκαμεν Ιησούν τον υιόν του Ιωσήφ τον από Ναζαρέτ. και είπεν αυτώ Ναθαναήλ : εκ Ναζαρέτ δύναταί τι αγαθόν είναι ; λέγει αυτώ Φίλιππος : έρχου και ίδε. Είδεν ο Ιησούς τον Ναθαναήλ ερχόμενον προς αυτόν και λέγει περί αυτού. ίδε αληθώς Ισραηλίτης εν ώ δόλος ουκ έστι. λέγει αυτώ Ναθαναήλ : πόθεν με γιγνώσκεις ; απεκρίθη Ιησούς και είπεν αυτώ : προ του σε Φίλιππον φωνήσαι, όντα υπό την συκήν είδόν σε. απεκρίθη Ναθαναήλ και λέγει αυτώ : ραββί, σύ εί ο υιός του Θεού, σύ εί ο βασιλεύς του Ισραήλ. απεκρίθη Ιησούς και είπεν αυτώ : ότι είπόν σοι, ειδόν σε υποκάτω της συκής, πιστεύεις ; μείζω τούτων όψει. και λέγει αυτώ : αμήν αμήν λέγω υμίν, απ' άρτι όψεσθε τον ουρανόν ανεωγότα, και τους αγγέλους του Θεού αναβαίνοντας και καταβαίνοντας επί τον υιόν του ανθρώπου.
Και τη ημέρα τη τρίτη γάμος εγένετο εν Κανά της Γαλιλαίας, και ήν η μήτηρ του Ιησού εκεί. εκλήθη δε και ο Ιησούς και οι μαθηταί αυτού εις τον γάμον. και υστερήσαντος οίνου λέγει η μήτηρ του Ιησού προς αυτόν : οίνον ουκ έχουσι. λέγει αυτή ο Ιησούς : τι εμοί και σοι, γύναι ούπω ήκει η ώρα μου. λέγει η μήτηρ αυτού τοις διακόνοις : ό,τι άν λέγη υμίν, ποιήσατε. ήσαν δε εκεί υδρίαι λίθιναι έξ κείμεναι κατά τον καθαρισμόν των Ιουδαίων, χωρούσαι ανά μετρητάς δύο ή τρεις. λέγει αυτοίς ο Ιησούς : γεμίσατε τας υδρίας ύδατος. και εγέμισαν αυτάς έως άνω. και λέγει αυτοίς : αντλήσατε νυν και φέρετε τω αρχιτρικλίνω. και ήνεγκαν. ως δε εγεύσατο ο αρχιτρίκλινος το ύδωρ οίνον γεγενημένον-και ουκ ήδει πόθεν εστιν. οι δε διάκονοι ήδεισαν οι αντληκότες το ύδωρ-φωνεί τον νυμφίον ο αρχιτρίκλινος και λέγει αυτώ : πας άνθρωπος πρώτον τον καλόν οίνον τίθησι, και όταν μεθυσθώσι, τότε τον ελάσσω. σύ τετήρηκας τον καλόν οίνον έως άρτι.
Ταύτην εποίησε την αρχήν των σημείων ο Ιησούς εν Κανά της Γαλιλαίας και εφανέρωσε την δόξαν αυτού, και επίστευσαν εις αυτόν οι μαθηταί αυτού.
Μετά τούτο κατέβη εις Καπερναούμ αυτός και η μήτηρ αυτού και οι αδελφοί αυτού και οι μαθηταί αυτού, και εκεί έμειναν ου πολλάς ημέρας.
και εγγύς ήν το πάσχα των Ιουδαίων, και ανέβη εις Ιεροσόλυμα ο Ιησούς. και εύρεν εν τω ιερώ τους πωλούντας βόας και πρόβατα και περιστεράς, και τους κερματιστάς καθημένους. και ποιήσας φραγγέλιον εκ σχοινίων πάντας εξέβαλεν εκ του ιερού, τα τε πρόβατα και τους βόας, και των κολλυβιστών εξέχεε το κέρμα και τας τραπέζας ανέστρεψε, και τοις τας περιστεράς πωλούσιν είπεν : άρατε ταύτα εντεύθεν. μη ποιείτε τον οίκον του πατρός μου οίκον εμπορίου. εμνήσθησαν δε οι μαθηταί αυτού ότι γεγραμμένον εστίν, ο ζήλος του οίκου σου καταφάγεταί με. απεκρίθησαν ούν οι Ιουδαίοι και είπον αυτώ : τι σημείον δεικνύεις ημίν ότι ταύτα ποιείς ; απεκρίθη Ιησούς και είπεν αυτοίς : λύσατε τον ναόν τούτον, και εν τρισίν ημέραις εγερώ αυτόν. είπον ούν οι Ιουδαίοι : τεσσαράκοντα και έξ έτεσιν ωκοδομήθη ο ναός ούτος, και σύ εν τρισίν ημέραις εγερείς αυτόν ; εκείνος δε έλεγε περί του ναού του σώματος αυτού. ότε ούν ηγέρθη εκ νεκρών, εμνήσθησαν οι μαθηταί αυτού ότι τούτο έλεγε, και επίστευσαν τη γραφή και τω λόγω ώ είπεν ο Ιησούς.
Ως δε ήν εν τοις Ιεροσολύμοις εν τω πάσχα εν τη εορτή, πολλοί επίστευσαν εις το όνομα αυτού, θεωρούντες αυτού τα σημεία ά εποίει. αυτός δε ο Ιησούς ουκ επίστευεν εαυτόν αυτοίς δια το αυτόν γινώσκειν πάντας. και ότι ου χρείαν είχεν ίνα τις μαρτυρήση περί του ανθρώπου. αυτός γαρ εγίνωσκε τι ήν εν τω ανθρώπω.         Ήν δε άνθρωπος εκ των Φαρισαίων, Νικόδημος όνομα αυτώ, άρχων των Ιουδαίων. ούτος ήλθεν προς αυτόν νυκτός και είπεν αυτώ : ραββί, οίδαμεν ότι από Θεού ελήλυθας διδάσκαλος. ουδείς γαρ ταύτα τα σημεία δύναται ποιείν ά σύ ποιείς, εάν μη ή ο Θεός μετ' αυτού. απεκρίθη Ιησούς και είιπεν αυτώ : αμήν αμήν λέγω σοι, εάν μη τις γεννηθεί άνωθεν, ου δύναται ιδείν την βασιλείαν του Θεού. λέγει προς αυτόν ο Νικόδημος : πως δύναται άνθρωπος γεννηθήναι γέρων ών ; μη δύναται εις την κοιλίαν της μητρός αυτού δεύτερον εισελθείν και γεννηθήναι ; απεκρίθη Ιησούς : αμήν αμήν λέγω σοι, εάν μη τις γεννηθεί εξ ύδατος και Πνεύματος, ου δύναται εισελθείν εις την βασιλείαν του Θεού. το γεγενημένον εκ της σαρκός σάρξ εστί και το γεγεννημένον εκ Πνεύματος πνεύμα εστί. μη θαυμάσης ότι είπόν σοι, δει υμάς γεννηθήναι άνωθεν. το πνεύμα όπου θέλει πνεί, και την φωνήν αυτού ακούεις, αλλ' ουκ οίδας πόθεν έρχεται και που υπάγει, ούτος εστί πας ο γεγεννημένος εκ του Πνεύματος. απεκρίθην Νικόδημος και είπεν αυτώ : πως δύναται ταύτα γενέσθαι ; απεκρίθη Ιησούς και είπεν αυτώ : συ εί ο διδάσκαλος του Ισραήλ και ταύτα ου γινώσκεις ; αμήν αμήν λέγω σοι ότι ό οίδαμεν λαλούμεν και ό εωράκαμεν μαρτυρούμεν, και την μαρτυρίαν ημών ου λαμβάνετε. ει τα επίγεια είπον υμίν και ου πιστεύετε, πως εάν είπω υμίν τα ουράνια πιστεύσετε ; και ουδείς αναβέβηκεν εις τον ουρανόν ει μη ο εκ του ουρανού καταβάς, ο υιός του ανθρώπου ο ών εν τω ουρανώ. και καθώς Μωϋσής ύψωσε τον όφιν εν τη ερήμω, ούτως υψωθήναι δει τον υιόν του ανθρώπου, ίνα πας ο πιστεύων εις αυτόν μή απόλυται, αλλ' έχη ζωήν αιώνιον. ούτω γαρ ηγάπησεν ο Θεός τον κόσμον, ώστε τον υιόν αυτού τον μονογενή έδωκεν, ίνα πας ο πιστεύων εις αυτόν μη απόλυται, αλλ' έχη ζωήν αιώνιον. ού γαρ απέστειλεν ο Θεός τον υιόν αυτού εις τον κόσμον ίνα κρίνη τον κόσμον, αλλ' ίνα σωθή ο κόσμος δι' αυτού. ο πιστεύων εις αυτόν ού κρίνεται, ο δε μή πιστεύων ήδη κέκριται, ότι μή πεπίστευκεν εις το όνομα του μονογενούς υιού του Θεού. αύτη δε εστίν η κρίσις, ότι το φως ελήλυθεν εις τον κόσμον, και ηγάπησαν οι άνθρωποι μάλλον το σκότος ή το φως. ήν γαρ πονηρά αυτών τα έργα. πας γαρ ο φαύλα πράσσων μισεί το φως και ουκ έρχεται προς το φως, ίνα μή ελεγχθή τα έργα αυτού. ο δε ποιών την αλήθειαν έρχεται προς το φως, ίνα φανερωθή αυτού τα έργα, ότι εν Θεώ έστιν ειργασμένα.
Μετά ταύτα ήλθεν ο Ιησούς και οι μαθηταί αυτού εις την Ιουδαίαν γην, και εκεί διέτριβε μετ' αυτών και εβάπτιζεν. ήν δε και Ιωάννης βαπτίζων εν Αινών εγγύς του Σαλείμ, ότι ύδατα πολλά ήν εκεί, και παρεγίνοντο και εβαπτίζοντο. ούτω γαρ ήν βεβλημένος εις την φυλακήν ο Ιωάννης. Εγένετο ούν ζήτησις εκ των μαθητών Ιωάννου μετά Ιουδαίου περί καθαρισμού. και ήλθον προς τον Ιωάννην και είπον αυτώ : ραββί, ός ήν μετά σου πέραν του Ιορδάνου, ώ σύ μεμαρτύρηκας, ίδε ούτος βαπτίζει και πάντες έρχονται προς αυτόν. απεκρίθη Ιωάννης και είπεν : ού δύναται άνθρωπος λαμβάνειν ουδέν, εάν μή ή δεδομένον αυτώ εκ του ουρανού. αυτοί υμείς μοι μαρτυρείτε ότι είπον. ουκ ειμί εγώ ο Χριστός, αλλ' ότι απεσταλμένος ειμί έμπροσθεν εκείνου. ο έχων την νύμφην νυμφίος εστίν. ο δε φίλος του νυμφίου, ο εστηκώς και ακούων αυτού χαρά χαίρει δια την φωνήν του νυμφίου. αύτη ούν η χαρά η εμή πεπλήτωται. εκείνον δει αυξάνειν, εμέ δε ελαττούσθαι. ο άνωθεν ερχόμενος επάνω πάντων εστίν. ο ών εκ της γης εκ της γης έστι και εκ της γης λαλεί. ο εκ του ουρανού ερχόμενος επάνω πάντων εστί, και ό εώρακε και ήκουσε, τούτο μαρτυρεί, και την μαρτυρίαν αυτού ουδείς λαμβάνει. ο λαβών αυτού την μαρτυρίαν εσφράγισεν ότι ο Θεός αληθής έστιν. όν γαρ απέστειλεν ο Θεός, τα ρήματα του Θεού λαλεί. ου γαρ εκ μέτρου δίδωσιν ο Θεός το Πνεύμα. ο πατήρ αγαπά τον υιόν και πάντα δέδωκεν εν τη χειρί αυτού. ο πιστεύων εις τον υιόν έχει ζωήν αιώνιον. ο δε απειθών τω υιώ ούκ όψεται ζωήν, αλλ' η οργή του Θεού μένει επ' αυτόν.
Ως ούν έγνω ο Κύριος ότι ήκουσαν οι Φαρισαίοι ότι Ιησούς πλείονας μαθητάς ποιεί και βαπτίζει ή Ιωάννης - καίτοιγε Ιησούς αυτός ουκ εβάπτιζεν, αλλ' οι μαθηταί αυτού - αφήκε την Ιουδαίαν και απήλθεν εις την Γαλιλαίαν. Έδει δε αυτόν διέρχεσθαι δια της Σαμαρείας. έρχεται ούν εις πόλις της Σαμαρείας λεγομένην Συχάρ, πλησίον του χωρίου ό έδωκεν Ιακώβ Ιωσήφ τω υιώ αυτού. ήν δε εκεί πηγή του Ιακώβ. ο ούν Ιησούς κεκοπιακώς εκ της οδοιπορίας εκαθέζετο ούτως επί τη πηγή. ώρα ήν ωσεί έκτη. έρχεται γυνή εκ της Σαμαρείας αντλήσαι ύδωρ. λέγει αυτή ο Ιησούς : δός μοι ποιείν. οι γαρ μαθηταί αυτού απεληλύθησαν εις την πόλιν ίνα τροφάς αγοράσωσι. λέγει ούν αυτώ η γυνή η Σαμαρείτις : πως σύ Ιουδαίος ών παρ' εμού πιείν αιτείς, ούσης γυναικός Σαμαρείτιδος ; ού γαρ συγχρώνται Ιουδαίοι Σαμαρείταις. απεκρίθη Ιησούς και είπεν αυτή : εί ήδεις την δωρεάν του Θεού, και τίς έστιν ο λέγων σοι, δός μοι πιείν, σύ άν ήτησας αυτόν, και έδωκεν άν σοι ύδωρ ζών. λέγει αυτώ η γυνή : κύριε, ούτε άντλημα έχεις, και το φρέαρ εστί βαθύ. πόθεν ούν έχεις το ύδωρ το ζών ; μή σύ μείζων εί του πατρός ημών Ιακώβ, ός έδωκεν ημίν το φρέαρ, και αυτός εξ αυτού έπιε και οι υιοί αυτού και τα θρέμματα αυτού ; απεκρίθη Ιησούς και είπεν αυτή : πάς ο πίνων εκ του ύδατος τούτου διψήσει πάλιν. ός δ' άν πίη εκ του ύδατος ού εγώ δώσω αυτώ, ου μη διψήση εις τον αιώνα, αλλά το ύδωρ ό δώσω αυτώ γενήσεται εν αυτώ πηγή ύδατος αλλομένου εις ζωήν αιώνιον. λέγει προς αυτόν η γυνή : Κύριε, δός μοι τούτο το ύδωρ, ίνα μή διψώ μηδέ έρχωμαι ενθάδε αντλείν. λέγει αυτή ο Ιησούς : ύπαγε φώνησον τον άνδρα σου και ελθέ ενθάδε. απεκρίθη η γυνή και είπεν : ούκ έχω άνδρα. λέγει αυτή ο Ιησούς : καλώς είπας ότι άνδρα ούκ έχω. πέντε γαρ άνδρας έσχες, και νυν ό έχεις ούκ έστι σου ανήρ. τούτο αληθές είρηκας. λέγει αυτώ η γυνή : Κύριε, θεωρώ ότι προφήτης εί σύ. οι πατέρες ημών εν τω όρει τούτω προσεκύνησαν. και υμείς λέγετε ότι εν Ιεροσολύμοις εστίν ο τόπος όπου δει προσκυνείν. λέγει αυτή ο Ιησούς : γύναι, πίστευσόν μοι ότι έρχεται ώρα ότε ούτε εν τώ όρει τούτω ούτε εν Ιεροσολύμοις προσκυνήσετε τω πατρί. υνήμείς προσκυνείτε ό ούκ οίδατε, ημείς προσκυνούμεν ό οίδαμεν. ότι η σωτηρία εκ των Ιουδαίων εστίν. αλλ' έρχεται ώρα, και νυν έστιν, ότε οι αληθινοί προσκυνηταί προσκυνήσουσι τω πατρί εν πνεύματι και αληθεία. και γαρ ο πατήρ τοιούτους ζητεί τους προσκυνούντας αυτόν. πνεύμα ο Θεός, και τους προσκυνούντας αυτόν εν πνεύματι και αληθεία δεί προσκυνείν. λέγει αυτώ η γυνή : οίδα ότι Μεσσίας έρχεται ο λεγόμενος Χριστός. όταν έλθη εκείνος, αναγγελεί ημίν πάντα. λέγει αυτή ο Ιησούς : εγώ ειμί ο λαλών σοι. Και επί τούτω ήλθον οι μαθηταί αυτού, και εθαύμασαν ότι μετά γυναικός ελάλει. ουδείς μέντοι είπε, τί ζητείς ή τί λαλείς μετ' αυτής ; Αφήκεν ούν την υδρίαν αυτής η γυνή και απήλθεν εις την πόλιν, και λέγει τοις ανθρώποις : δεύτε ίδετε άνθρωπον ός ειπέ μοι πάντα όσα εποίησα. μήτι ούτός έστιν ο Χριστός ; εξήλθον ούν εκ της πόλεως και ήρχοντο προς αυτόν. Εν δε τω μεταξύ ηρώτων αυτόν οι μαθηταί λέγοντες : ραββί, φάγε. ό δε είπεν αυτοίς : εγώ βρώσιν έχω φαγείν, ήν υμείς ούκ οίδατε. έλεγον ούν οι μαθηταί προς αλλήλους : μή τις ήνεγκεν αυτώ φαγείν ; λέγει αυτοίς ο Ιησούς : εμόν βρώμά έστιν ίνα ποιώ το θέλημα του πέμψαντός με και τελειώσω αυτού το έργον.  ούχ υμείς λέγετε ότι έτι τετράμηνός έστι και ο θερισμός έρχεται ; ιδού λέγω υμίν, επάρατε τους οφθαλμούς υμών και θεάσασθε τας χώρας, ότι λευκαί είσι προς θερισμόν ήδη. και ο θερίζων μισθόν λαμβάνει και συνάγει καρπόν εις ζωήν αιώνιον, ίνα και ο σπείρων ομού χαίρη και ο θερίζων. εν γαρ τούτω ο λόγος έστιν ο αληθινός, ότι άλλος εστίν ο σπείρων και άλλος ο θερίζων. εγώ απέστειλα υμάς θερίζειν ό ούχ υμείς κεκοπιάκατε. άλλοι κεκοπιάκασι, και υμείς εις τον κόπον αυτών εισεληλύθατε.  
Εκ δε της πόλεως εκείνης πολλοί επίστευσαν εις αυτόν των Σαμαρειτών δια τον λόγον της γυναικός, μαρτυρούσης ότι είπέ μοι πάντα όσα εποίησα. ως ούν ήλθον προς αυτόν οι Σαμαρείται, ηρώτων αυτόν μείναι παρ' αυτοίς. και έμεινεν εκεί δύο ημέρας. και πολλώ πλείους επίστευσαν δια τον λόγον αυτού, τη τε γυναικί έλεγον ότι ουκέτι δια την σην λαλιάν πιστεύομεν. αυτοί γαρ ακηκόαμεν, και οίδαμεν ότι ούτός έστιν αληθώς ο σωτήρ του κόσμου ο Χριστός.
Μετά δε τας δύο ημέρας εξήλθεν εκείθεν και απήλθεν εις την Γαλιλαίαν. αυτός γαρ ο Ιησούς εμαρτύρησεν ότι προφήτης εν τη ιδία πατρίδι τιμήν ούκ έχει. ότε ούν ήλθεν εις την Γαλιλαίαν, εδέξαντο αυτόν οι Γαλιλαίοι, πάντα εωρακότες ά εποίησεν εν Ιεροσολύμοις εν τη εορτή. και αυτοί γαρ ήλθον εις την εορτήν.
Ήλθεν ούν πάλι ο Ιησούς εις την Κανάν της Γαλιλαίας, όπου εποίησεν το ύδωρ οίνον. και ήν βασιλικός, ού ο υιός ησθένει εν Καπερναούμ. ούτος ακούσας ότι Ιησούς ήκει εκ της Ιουδαίας εις την Γαλιλαίαν, απήλθεν προς αυτόν και ηρώτα αυτόν ίνα καταβή και ιάσηται αυτού τον υιόν. ήμελλε γαρ αποθνήσκειν. είπεν ούν ο Ιησούς προς αυτόν : εάν μή σημεία και τέρατα ίδητε, ού μη πιστεύσητε. λέγει προς αυτόν ο βασιλικός : Κύριε, κατάβηθι πριν αποθανείν το παιδίον. λέγει αυτώ ο Ιησούς : πορεύου. ο υιός σου ζή. και επίστευσεν ο άνθρωπος τω λόγω ώ είπεν αυτώ ο Ιησούς, και επορεύετο. ήδη δε αυτού καταβαίνοντος οι δούλοι αυτού απήντησαν αυτώ και απήγγειλαν λέγοντες ότι ο παίς σου ζή. επύθετο ούν παρ' αυτών την ώραν εν ή κομψότερον έσχε. και είπον αυτώ ότι χθές ώραν εβδόμην αφήκεν αυτόν ο πυρετός. έγνω ούν ο πατήρ ότι εν εκείνη τη ώρα εν ή είπεν αυτώ ο Ιησούς ότι ο υιός σου ζή. και επίστευσεν αυτός και η οικία αυτού όλη. Τούτο πάλιν δεύτερον σημείον εποίησεν ο Ιησούς ελθών εκ της Ιουδαίας εις την Γαλιλαίαν.
Μετά ταύτα ήν η εορτή των Ιουδαίων, και ανέβη ο Ιησούς εις Ιεροσόλυμα. έστι δε εν τοις Ιεροσολύμοις επί τη προβατική κολυμβήθρα, η επιλεγομένη Εβραϊστί Βηθεσδά, πέντε στοάς έχουσα. εν ταύταις κατέκειτο πλήθος πολύ των ασθενούντων, τυφλών, χωλών, εκδεχομένων την του ύδατος κίνησιν. άγγελος γαρ κατά καιρόν κατέβαινεν εν τη κολυμβήθρα, και εταράσσετο το ύδωρ. ο ούν πρώτος εμβάς μετά την ταραχήν του ύδατος υγιής εγίνετο ώ δήποτε κατείχετο νοσήματι. ήν δέ τις άνθρωπος εκεί τριάκοντα και οκτώ έτη έχων εν τη ασθενεία αυτού. τούτον ιδών ο Ιησούς κατακείμενον, και γνούς ότι πολύν ήδη χρόνον έχει, λέγει αυτώ : θέλεις υγιής γενέσθαι ; απεκρίθη αυτώ ο ασθενών : Κύριε, άνθρωπον ούκ έχω, ίνα όταν ταραχθή το ύδωρ, βάλη με εις την κολυμβήθραν. εν ώ δε έρχομαι εγώ, άλλος προ εμού καταβαίνει. λέγει αυτώ ο Ιησούς : έγειρε, άρον τον κράβαττόν σου και περιπάτει. ηρώτησαν ούν αυτόν : τίς έστιν ο άνθρωπος ο ειπών σοι, άρον τον κράβαττόν σου και περιπάτει ; ο δε ιαθείς ούκ ήδει τίς έστιν. ο γαρ Ιησούς εξένευσεν όχλου όντος εν τω τόπω. μετά ταύτα ευρίσκει αυτόν ο Ιησούς εν τω ιερώ και είπεν αυτώ : ίδε υγιής γέγονας. μηκέτι αμάρτανε, ίνα μή χείρόν σοί τι γένηται. απήλθεν ο άνθρωπος και ανήγγειλε τοις Ιουδαίοις ότι Ιησούς έστιν ο ποιήσας αυτόν υγιή.
Και δια τούτο εδίωκον τον Ιησούν οι Ιουδαίοι και εζήτουν αυτόν αποκτείναι, ότι ταύτα εποίει εν σαββάτω. ο δε Ιησούς απεκρίνατο αυτοίς : ο πατήρ μου έως άρτι εργάζεται, καγώ εργάζομαι. δια τούτο ούν μάλλον εζήτουν αυτόν οι Ιουδαίοι αποκτείναι, ότι ού μόνον έλυε το σάββατον, αλλά και πατέρα ίδιον έλεγε τον Θεόν, ίσον εαυτόν ποιών τω Θεώ. 
απεκρίνατο ούν ο Ιησούς και είπεν αυτοίς : αμήν αμήν λέγω υμίν, ού δύναται ο υιός ποιείν αφ' εαυτού ουδέν, εάν μή τι βλέπη τον πατέρα ποιούντα. ά γαρ άν εκείνος ποιή, ταύτα και ο υιός ομοίως ποιεί. ο γαρ πατήρ φιλεί τον υιόν και πάντα δείκνυσιν αυτώ ά αυτός ποιεί, και μείζονα τούτων δείξει αυτώ έργα, ίνα υμείς θαυμάζητε. ώσπερ γαρ ο πατήρ εγείρει τους νεκρούς και ζωοποιεί, ούτω και ο υιός ούς θέλει ζωοποιεί. ουδέ γαρ ο πατήρ κρίνει ουδένα, αλλά την κρίσιν πάσαν δέδωκε τω υιώ. ίνα πάντες τιμώσι τον υιόν καθώς τιμώσι τον πατέρα. ο μή τιμών τον υιόν ού τιμά τον πατέρα τον πέμψαντα αυτόν. αμήν αμήν λέγω υμίν ότι ο τον λόγον μου ακούων και πιστεύων τώ πέμψαντί με έχει ζωήν αιώνιον, και εις κρίσιν ούκ έρχεται, αλλά μεταβέβηκεν εκ του θανάτου εις την ζωήν. αμήν αμήν λέγω υμίν ότι έρχεται ώρα, και νυν έστιν, ότε οι νεκροί ακούσονται της φωνής του υιού του Θεού, και οι ακούσαντες ζήσονται. ώσπερ γαρ ο πατήρ έχει ζωήν εν εαυτώ, ούτως έδωκε και τω υιώ ζωήν έχειν εν εαυτώ. και εξουσίαν έδωκεν αυτώ και κρίσιν ποιείν, ότι υιός ανθρώπου εστί. μη θαυμάζετε τούτο. ότι έρχεται ώρα εν ή πάντες οι εν τοίς μνημείοις ακούσονται της φωνής αυτού, και εκπορεύσονται οι τά αγαθά ποιήσαντες εις ανάστασιν ζωής, οι δε τά φαύλα πράξαντες εις ανάστασιν κρίσεως. ού δύναμαι εγώ ποιείν απ' εμαυτού ουδέν, καθώς ακούω κρίνω, και η κρίσις η εμή δικαία εστίν. ότι ού ζητώ  το θέλημα το εμόν, αλλά το θέλημα του πέμψαντός με πατρός.
Εάν εγώ μαρτυρώ περί εμαυτού, η μαρτυρία μου ούκ έστιν αληθής. άλλος εστίν ο μαρτυρών περί εμού, και οίδα ότι αληθής έστιν η μαρτυρία ήν μαρτυρεί περί εμού. υμείς απεστάλκατε προς Ιωάννην, και μεμαρτύρηκε τη αληθεία. εγώ δε ού παρά ανθρώπου την μαρτυρίαν λαμβάνω, αλλά ταύτα λέγω ίνα υμείς σωθήτε. εκείνος ήν ο λύχνος ο καιόμενος και φαίνων, υμείς δε ηθελήσατε αγαλλιασθήναι προς ώραν εν τω φωτί αυτού. εγώ δε έχω την μαρτυρίαν μείζω του Ιωάννου. τα γαρ έργα ά έδωκέ μοι ο πατήρ ίνα τελειώσω αυτά, αυτά τα έργα ά εγώ ποιώ, μαρτυρεί περί εμού ότι ο πατήρ με απέσταλκε. και ο πέμψας με πατήρ, αυτός μεμαρτύρηκε περί εμού. ούτε φωνήν αυτού ακηκόατε πώποτε ούτε είδος αυτού εωράκατε, και τον λόγον αυτού ούκ έχετε μένοντα εν υμίν, ότι όν απέστειλεν εκείνος, τούτω υμείς ού πιστεύετε. ερευνάτε τας γραφάς, ότι υμείς δοκείτε εν αυταίς ζωήν αιώνιον έχειν. και εκείναί είσιν αι μαρτυρούσαι περεί εμού. και ού θέλετε ελθείν προς με ίνα ζωήν έχητε. δόξα παρά ανθρώπων ού λαμβάνω. αλλ' έγνωκα υμάς ότι την αγάπην του Θεού ούκ έχετε εν εαυτοίς. εγώ ελήλυθα εν τω ονόματι του πατρός μου, και ού λαμβάνετέ με. εάν άλλος έλθη εν τω ονόματι τω ιδίω εκείνον λήψεσθε. πως δύνασθε υμείς πιστεύσαι, δόξαν παρά αλλήλων λαμβάνοντες, και την δόξαν την παρά του μόνου Θεού ού ζητείτε ; μή δοκείτε ότι εγώ κατηγορήσω υμών προς τον πατέρα. έστιν ο κατηγορών υμών Μωϋσής, εις όν υμείς ηλπίκατε. εί γαρ επιστεύετε Μωϋσεί, επιστεύετε άν εμοί, περί γαρ εμού εκείνος έγραψεν. εί δε τοίς εκείνου γράμμασιν ού πιστεύετε, πώς τοίς εμοίς ρήμασι πιστεύσετε ;
Μετά ταύτα απήλθεν ο Ιησούς πέραν της θαλάσσης της Γαλιλαίας της Τιβεριάδος. και ηκολούθει αυτώ όχλος πολύς, ότι εώρων αυτού τα σημεία ά εποίει επί των ασθενούντων. ανήλθε δε εις το όρος ο Ιησούς και εκεί εκάθητο μετά των μαθητών αυτού. ήν δε εγγύς το πάσχα, η εορτή των Ιουδαίων. επάρας ούν ο Ιησούς τους οφθαλμούς και θεασάμενος ότι πολύς όχλος έρχεται προς αυτόν, λέγει προς τον Φίλιππον : πόθεν αγοράσωμεν άρτους ίνα φάγωσιν ούτοι ; τούτο δε έλεγε πειράζων αυτόν. αυτός γαρ ήδει τί έμμελε ποιείν. απεκρίθη αυτώ Φίλιππος : διακοσίων δηναρίων άρτοι ούκ αρκούσιν αυτοίς ίνα έκαστος αυτών βραχύ τι λάβη. λέγει αυτώ είς εκ των μαθητών αυτού, Ανδρέας ο αδελφός Σίμωνος Πέτρου : έστι παιδάριον έν ώδε, ός έχει πέντε άρτους κριθίνους και δύο οψάρια. αλλά ταύτα τί έστιν εις τοσούτους ; είπε δε ο Ιησούς : ποιήσατε τους ανθρώπους αναπεσείν. ήν δε χόρτος πολύς εν τω τόπω. ανέπεσον ούν οι άνδρες τον αριθμόν ωσεί πεντάκισχίλιοι. έλαβε δε τους άρτους ο Ιησούς και ευχαριστήσας διέδωκε τοίς μαθηταίς, οι δε μαθηταί τοίς ανακειμένοις. ομοίως και εκ των οψαρίων όσον ήθελον. ως δε ενεπλήσθησαν, λέγει τοίς μαθηταίς αυτού : συναγάγετε τα περισσεύσαντα κλάσματα, ίνα μή τι απόληται. συνήγαγον ούν και εγέμισαν δώδεκα κοφίνους κλασμάτων εκ των πέντε άρτων των κριθίνων ά επερίσσευσε τοις βεβρωκόσιν. Οι ούν άνθρωποι, ιδόντες ό εποίησε σημείον ο Ιησούς, έλεγον ότι ούτός έστιν αληθώς ο προφήτης ο ερχόμενος εις τον κόσμον. Ιησούς ούν γνούς ότι μέλλουσιν έρχεσθαι και αρπάζειν αυτόν ίνα ποιήσωσιν αυτόν βασιλέα, ανεχώρησε πάλιν εις το όρος αυτός μόνος. Ως δε οψία εγένετο, κατέβησαν οι μαθηταί αυτού επί την θάλασσαν, και εμβάντες εις το πλοίον ήρχοντο πέραν της θαλάσσης εις Καπερναούμ. και σκοτία ήδη εγεγόνει και ούκ εκηκύυθει προς αυτούς ο Ιησούς, ή τε θάλασσα ανέμου μεγάλου πνέοντος διηγείρετο. εληλακότες ούν ως σταδίους είκοσι πέντε ή τριάκοντα θεωρούσι τον Ιησούν περιπατούντα επί της θαλάσσης και εγγύς του πλοίου γινόμενον, και εφοβήθησαν. ο δε λέγει αυτοίς : εγώ ειμί. μη φοβείσθε. ήθελον ούν λαβείν αυτόν εις το πλοίον, και ευθέως το πλοίον εγένετο επί  της γης εις ήν υπήγον.
Τη επαύριον ο όχλος ο εστηκώς πέραν της θαλάσσης ιδών ότι πλοιάριον άλλο ούκ ήν εκεί ει μή έν εκείνο εις ό ανέβησαν οι μαθηταί αυτού, και ότι ού συνεισήλθε τοις μαθηταίς αυτού ο Ιησούς εις το πλοιάριον, αλλά μόνοι οι μαθηταί αυτού απήλθον. άλλα δε ήλθε πλοιάρια εκ Τιβεριάδος εγγύς του τόπου, όπου έφαγον τον άρτον ευχαριστήσαντος του Κυρίου. ότε ούν είδεν ο όχλος ότι Ιησούς ούκ έστιν εκεί ουδέ οι μαθηταί αυτού, ενέβησαν αυτοί εις τα πλοία και ήλθον εις Καπερναούμ ζητούντες τον Ιησούν. και ευρόντες αυτόν πέραν της θαλάσσης είπον αυτώ : ραββί, πότε ώδε γέγονας ; απεκρίθη αυτοίς ο Ιησούς και είπεν : αμήν αμήν λέγω υμίν, ζητείτέ με, ούχ ότι είδετε σημεία, αλλ' ότι εφάγετε εκ των άρτων και εχορτάσθητε. εργάζεσθε μή την βρώσιν την απολλυμένην, αλλά την βρώσιν την μένουσαν εις ζωήν αιώνιον, ήν ο υιός του ανθρώπου υμίν δώσει. τούτον γαρ ο πατήρ εσφράγισεν ο Θεός. είπον ούν προς αυτόν : τί ποιώμεν, ίνα εργαζώμεθα τά έργα του Θεού ; απεκρίθη ο Ιησούς και είπεν αυτοίς : τούτό έστι το έργον του Θεού, ίνα πιστεύσητε εις όν απέστειλεν εκείνος. είπον ούν αυτώ : τί ούν ποιείς σύ σημείον ίνα ίδωμεν και πιστεύσωμέν σοι ; τί εργάζη ; οι πατέρες ημών τό μάννα έφαγον εν τη ερήμω, καθώς έστι γεγραμμένον. άρτον εκ του ουρανού έδωκεν αυτοίς φαγείν. είπεν ούν αυτοίς ο Ιησούς : αμήν αμήν λέγω υμίν, ού Μωϋσής δέδωκεν υμίν τον άρτον εκ του ουρανού, αλλ' ο πατήρ μου δίδωσιν υμίν τον άρτον εκ του ουρανού τον αληθινόν. ο γαρ άρτος του Θεού έστιν ο καταβαίνων εκ του ουρανού και ζωήν διδούς τω κόσμω. είπον ούν προς αυτόν : Κύριε, πάντοτε δός ημίν τον άρτον τούτον. είπε δε αυτοίς ο Ιησούς : εγώ ειμί ο άρτος της ζωής. ο ερχόμενος πρός με ού μή πεινάση, και ο πιστεύων εις εμέ ού μη διψήση πώποτε. αλλ' είπον υμίν ότι και εωράκατέ με και ού πιστεύετε. Πάν ό δίδωσί μοι ο πατήρ, προς εμέ ήξει, και τον ερχόμενον πρός με ού μή εκβάλω έξω. ότι καταβέβηκα εκ του ουρανού ούχ ίνα ποιώ το θέλημα το εμόν, αλλά το θέλημα του πέμψαντός με. τούτο δε έστι το θέλημα του πέμψαντός με πατρός, ίνα πάν ό δέδωκέ μοι μή απολέσω εξ αυτού, αλλά αναστήσω αυτό εν τη εσχάτη ημέρα. τούτο δε έστι το θέλημα του πέμψαντός με, ίνα πάς ο θεωρών τον υιόν και πιστεύων εις αυτόν έχη ζωήν αιώνιον, και αναστήσω αυτόν εγώ τη εσχάτη ημέρα. Εγόγγυζον ούν οι Ιουδαίοι περί αυτού ότι είπεν, εγώ είμι ο άρτος ο καταβάς εκ του ουρανού, και έλεγον : ούχ ούτός έστιν Ιησούς ο υιός Ιωσήφ, ού ημείς οίδαμεν τον πατέρα και την μητέρα ; πώς ούν λέγει ούτος ότι εκ του ουρανού καταβέβηκα ; απεκρίθη ούν ο Ιησούς και είπεν αυτοίς : μή γογγύζετε μετ' αλλήλων. ουδείς δύναται ελθείν πρός με, εάν μή ο πατήρ ο πέμψας με εκύση αυτόν, και εγώ αναστήσω αυτόν τη εσχάτη ημέρα. έστι γεγραμμένον εν τοις προφήταις. και έσονται πάντες διδακτοί Θεού. πάς ο ακούων παρά του πατρός και μαθών έρχεται πρός με. ούχ ότι τον πατέρα τις εώρακεν, ει μή ο ών παρά του Θεού, ούτος εώρακε τον πατέρα. αμήν αμήν λέγω υμίν, ο πιστεύων εις εμέ έχει ζωήν αιώνιον. εγώ είμι ο άρτος της ζωής. οι πατέρες υμών έφαγον το μάννα εν τη ερήμω και απέθανον. ούτός έστιν ο άρτος ο εκ του ουρανού καταβαίνων, ίνα τις εξ αυτού φάγη και μη αποθάνη. εγώ είμι ο άρτος ο ζών ο εκ του ουρανού καταβάς. εάν τις φάγη εκ τούτου του άρτου, ζήσεται εις τον αιώνα, και ο άρτος δε όν εγώ δώσω, η σάρξ μου έστιν, ήν εγώ δώσω υπέρ της του κόσμου ζωής. Εμάχοντο ούν προς αλλήλους οι Ιουδαίοι λέγοντες : πώς δύναται ούτος ημίν δούναι την σάρκα φαγείν ; είπεν ούν αυτοίς ο Ιησούς : αμήν αμήν λέγω υμίν, εάν μή φάγητε την σάρκα του υιού του ανθρώπου και πίητε αυτού το αίμα, ούκ έχετε ζωήν εν αυτοίς. ο τρώγων μου την σάρκα και πίνων μου το αίμα έχει ζωήν αιώνιον, και εγώ αναστήσω αυτόν εν τη εσχάτη ημέρα. η γαρ σάρξ μου αληθώς έστι βρώσις, και το αίμά μου αληθώς έστι πόσις. ο τρώγων μου την σάρκα και πίνων μου το αίμα εν εμοί μένει, καγώ εν αυτώ. καθώς απέστειλέ με ο ζών πατήρ καγώ ζώ διά τον πατέρα, και ο τρώγων με κακείνος ζήσεται δι' εμέ. ούτός έστιν ο άρτος ο εκ του ουρανού καταβάς, ού καθώς έφαγον οι πατέρες υμών το μάννα και απέθανον. ο τρώγων τούτον τον άρτον ζήσεται εις τον αιώνα. Ταύτα είπεν εν συναγωγή διδάσκων εν Καπερναούμ. Πολλοί ούν ακούσαντες εκ των μαθητών αυτού είπον : σκληρός έστιν ούτος ο λόγος. τίς δύναται αυτού ακούειν ; ειδώς δε ο Ιησούς εν εαυτώ ότι γογγύζουσι περί τούτου οι μαθηταί αυτού, είπεν αυτοίς : τούτο υμάς σκανδαλίζει ; εάν ούν θεωρήτε τον υιόν του ανθρώπου αναβαίνοντα όπου ήν το πρότερον ; το πνεύμά έστι το ζωοποιούν, η σάρξ ούκ ωφελεί ουδέν. τα ρήματα ά εγώ λαλώ υμίν, πνεύμά έστι και ζωή έστιν. αλλ' εισίν εξ υμών τινες οί ού πιστεύουσιν. ήσει γαρ εξ αρχής ο Ιησούς τίνες εισίν οι μη πιστεύοντες και τίς έστιν ο παραδώσων αυτόν. και έλεγε : διά τούτο είρηκα υμίν ότι ουδείς δύναται ελθείν πρός με, εάν μή ή δεδομένον αυτώ εκ του πατρός μου. Εκ τούτου πολλοί απήλθον εκ των μαθητών αυτού εις τα οπίσω και ουκέτι μετ' αυτού περιπάτουν. είπεν ούν ο Ιησούς τοις δώδεκα : μή και υμείς θέλετε υπάγειν ; απεκρίθη ούν αυτώ Σίμων Πέτρος : Κύριε, προς τίνα απελευσόμεθα ; ρήματα ζωής αιωνίου έχεις. και ημείς πεπιστεύκαμεν και εγνώκαμεν ότι σύ εί ο Χριστός ο υιός του Θεού του ζώντος. απεκρίθη αυτοίς ο Ιησούς : ούκ εγώ υμάς τους δώδεκα εξελεξάμην ; και εξ υμών είς διάβολος έστιν. έλεγε δε τον Ιούδαν Σίμωνος Ισκαριώτην. ούτος γαρ έμελλεν αυτόν παραδιδόναι, είς ών εκ των δώδεκα.
Και περιεπάτει ο Ιησούς μετά ταύτα εν τη Γαλιλαία. ού γαρ ήθελεν εν τη Ιουδαία περιπατείν, ότι εζήτουν αυτόν οι Ιουδαίοι αποκτείναι. ήν δε εγγύς η εορτή των Ιουδαίων η σκηνοπηγία. είπον δε προς αυτόν οι αδελφοί αυτού : μετάβηθι εντεύθεν και ύπαγε εις την Ιουδαίαν, ίνα και οι μαθηταί σου θεωρήσωσι τα έργα σου ά ποιείς. ουδείς γαρ εν κρυπτώ τι ποιεί και ζητεί αυτός εν παρρησία είναι. εί ταύτα ποιείς, φανέρωσον σεαυτόν τω κόσμω. ουδέ γαρ οι αδελφοί αυτού επίστευον εις αυτόν. λέγει ούν αυτοίς ο Ιησούς : ο καιρός ο εμός ούπω πάρεστιν, ο δε καιρός ο υμέτερος πάντοτέ έστιν έτοιμος.  ού δύναται ο κόσμος μισείν υμάς. εμέ δε μισεί, ότι εγώ μαρτυρώ περί αυτού ότι τα έργα αυτού πονηρά έστιν. υμείς ανάβητε εις την εορτήν ταύτην. εγώ ούπω αναβαίνω εις την εορτήν ταύτην, ότι ο καιρός ο εμός ούπω πεπλήρωται. ταύτα δε ειπών αυτοίς έμεινεν εν τη Γαλιλαία.
Ως δε ανέβησαν οι αδελφοί αυτού, τότε και αυτός ανέβη εις την εορτήν, ού φανερώς, αλλ' ως εν κρυπτώ. οι ούν Ιουδαίοι εζήτουν αυτόν εν τη εορτή και έλεγον : πού έστιν εκείνος ; και γογγυσμός πολύς περί αυτού ήν εν τοις όχλοις. οι μέν έλεγον ότι αγαθός έστιν. άλλοι έλεγον, ού, αλλά πλανά τον όχλον. ουδείς μέντοι παρρησία ελάλει περί αυτού δια τον φόβον των Ιουδαίων.
Ήδη δε της εορτής μεσούσης ανέβη ο Ιησούς εις το ιερόν και εδίδασκε. και εθαύμαζον οι Ιουδαίοι λέγοντες : πώς ούτος γράμματα οίδε μή μεμαθηκώς ; απεκρίθη ούν αυτοίς ο Ιησούς και είπεν : η εμή διδαχή ούκ έστιν εμή, αλλά του πέμψαντός με. εάν τις θέλη το θέλημα αυτού ποιείν, γνώσεται περί της διδαχής, πότερον εκ του Θεού έστιν ή εγώ απ' εμαυτού λαλώ. ο αφ' εαυτού λαλών την δόξαν την ιδίαν ζητεί, ο δε ζητών την δόξαν του πέμψαντος αυτόν, ούτος αληθής έστι, και αδικία εν αυτώ ούκ έστιν. ού Μωϋσής δέδωκεν υμίν τον νόμον, και ουδείς εξ υμών ποιεί τον νόμον. τί με ζητείτε αποκτείναι ; απεκρίθη ο όχλος και είπε : δαιμόνιον έχεις. τίς σε ζητεί αποκτείναι ; απεκρίθη Ιησούς και είπεν αυτοίς : έν έργον εποίησα, και πάντες θαυμάζετε δια τούτο. Μωϋσής δέδωκεν υμίν την περιτομήν, ούχ ότι εκ του Μωϋσέως εστίν, αλλ' εκ των πατέρων, και εν σαββάτω περιτέμνετε άνθρωπον. εί περιτομήν λαμβάνει άνθρωπος εν σαββάτω, ίνα μή λυθή ο νόμος Μωϋσέως, εμοί χολάτε ότι όλον άνθρωπον υγιή εποίησα εν σαββάτω ! μή κρίνετε κατ' όψιν, αλλά την δικαίαν κρίσιν κρίνατε. Έλεγον ούν τινες εκ των Ιεροσολυμιτών : ούχ ούτός έστιν όν ζητούσιν αποκτείναι ; και ίδε παρρησία λαλεί και ουδέν αυτώ λέγουσι. μήποτε αληθώς έγνωσαν οι άρχοντες ότι ούτός έστιν αληθώς ο Χριστός ; αλλά τούτον οίδαμεν πόθεν έστιν. ο δε Χριστός όταν έρχηται, ουδείς γνώσκει πόθεν εστίν. έκραξεν ούν εν τω ιερώ διδάσκων ο Ιησούς και λέγων : καμέ οίδατε, και οίδατε πόθεν ειμί. και απ' εμαυτού ούκ ελήλυθα, αλλ' έστιν αληθινός ο πέμψας με, όν υμείς ούκ οίδατε. εγώ οίδα αυτόν, ότι παρ' αυτού είμι κακείνος με απέστειλεν. Εζήτουν ούν αυτόν πιάσαι, και ουδείς επέβαλεν επ' αυτόν την χείρα, ότι ούπω εληλύθει η ώρα αυτού. πολλοί δε εκ του όχλου επίστευσαν εις αυτόν και έλεγον ότι Χριστός όταν έλθη, μήτι πλείονα σημεία τούτων ποιήσει ών ούτος εποίησεν ; ήκουσαν οι Φαρισαίοι του όχλου γογγύζοντος περί αυτού ταύτα, και απέστειλαν υπηρέτας οι Φαρισαίοι και οι αρχιερείς ίνα πιάσωσιν αυτόν. είπεν ούν ο Ιησούς : έτι μικρόν χρόνον μεθ' υμών είμι και υπάγω πρός τον πέμψαντά με. ζητήσετέ με και ούχ ευρήσετε. και όπου ειμί εγώ, υμείς ού δύνασθε ελθείν. είπον ούν οι Ιουδαίοι πρός εαυτούς : πού ούτος μέλλει πορεύεσθαι, ότι ημείς ούχ ευρήσομεν αυτόν ; μή εις την διασποράν των Ελλήνων μέλλει πορεύεσθαι και διδάσκειν τους Έλληνας ; τίς έστιν ούτος ο λόγος όν είπε, ζητήσετέ με και ούχ ευρήσετε, και όπου ειμί εγώ, υμείς ού δύνασθαι ελθείν ; 
Εν δε τη εσχάτη ημέρα τη μεγάλη της εορτής ειστήκει ο Ιησούς και έκραξε λέγων : εάν τις διψά, ερχέσθαι πρός με και πινέτω. ο πιστεύων εις εμέ, καθώς είπεν η γραφή, ποταμοί εκ της κοιλίας αυτού ρεύσουσιν ύδατος ζώντος. τούτο δε είπε περί του Πνεύματος ού έμελλον λαμβάνειν οι πιστεύοντες εις αυτόν. ούπω γάρ ήν Πνεύμα Άγιον, ότι Ιησούς ουδέποτε εδοξάσθη. πολλοί ούν εκ του όχλου ακούσαντες τον λόγον έλεγον : ούτός έστιν αληθώς ο προφήτης. άλλοι έλεγον : ούτός έστιν ο Χριστός. άλλοι έλεγον : μή γάρ εκ της Γαλιιλαίας ο Χριστός έρχεται ; ουχί η γραφή είπεν ότι εκ του σπέρματος Δαυίδ και από Βηθλεέμ της κώμης, όπου ήν Δαυίδ, ο Χριστός έρχεται ; σχίσμα ούν εν τω όχλω εγένετο δι' αυτόν. τινές δε ήθελον εξ αυτών πιάσαι αυτόν, αλλ' ουδείς επέβαλεν επ' αυτόν τας χείρας.
Ήλθον ούν οι υπηρέται πρός τους αρχιερείς και Φαρισαίους, και είπον αυτοίς εκείνοι : διατί ούκ ηγάγετε αυτόν ; απεκρίθησαν οι υπηρέται : ουδέποτε ούτως ελάλησεν άνθρωπος, ως ούτος ο άνθρωπος. απεκρίθησαν ούν αυτοίς οι Φαρισαίοι : μή και υμείς πεπλάνησθε ; μή τις εκ των αρχόντων επίστευσεν εις αυτόν ή εκ των Φαρισαίων ; αλλ' ο όχλος ούτος ο μή γινώσκων τον νόμον επικατάρατοι εισι ! λέγει Νικόδημος πρός αυτούς, ο ελθών νυκτός πρός αυτόν, είς ών εξ αυτών : μή ο νόμος ημών κρίνει τόν άνθρωπον, εάν μή ακούση παρ' αυτού πρότερον και γνώ τί ποεί ; απεκρίθησαν και είπον αυτώ : μή και σύ εκ της Γαλιλαίας εί ; ερεύνησιν και ίδε ότι προφήτης εκ της Γαλιλαίας ούκ εγήγερται. Και απήλθεν έκαστος εις τον οίκον αυτού.
Ιησούς δε επορεύθη εις το όρος των ελαιών. όρθρου δε πάλιν παρεγένετο εις το ιερόν, και πάς ο λαός ήρχετο πρός αυτόν. και καθίσας εδίδασκεν αυτούς. άγουσι δε οι γραμματείς και Φαρισαίοι γυναίκα επί μοιχεία κατειλημμένην, και στήσαντες αυτήν εν μέσω λέγουσιν αυτώ : διδάσκαλε, αύτη η γυνή κατείληπται επ' αυτοφώρω μοιχευομένη. και εν τω νόμω ημών Μωϋσής ενετείλατο τας τοιαύτας λιθάζειν. σύ ούν τί λέγεις ; τούτο δε είπον εκπειράζοντες αυτόν, ίνα σχώσι κατηγορίαν κατ' αυτού. ο δε Ιησούς κάτω κύψας τω δακτύλω έγραφεν εις την γήν. ως δε επέμενον ερωτώντες αυτόν, ανέκυψε και είπεν αυτοίς : ο αναμάρτυτος υμών πρώτος βαλέτω λίθον επ' αυτήν. και πάλιν κάτω κύψας έγραφεν εις την γήν. οι δε ακούσαντες εξήρχοντο είς καθ' είς, αρξάμενοι από των πρεσβυτέρων, και κατελείφθη ο Ιησούς και η γυνή εν μέσω ούσα. ανακύψας δε ο Ιησούς είπεν αυτή : γύναι, πού είσιν ; ουδείς σε κατέκρινεν ; η δε είπεν : ουδείς, Κύριε. είπε δε ο Ιησούς : ουδέ εγώ σε κατακρίνω. πορεύου και από του νύν μηκέτι αμάρτανε.
Πάλιν ούν αυτοίς ο Ιησούς ελάλησε λέγων : εγώ είμι το φώς του κόσμου. ο ακολουθών εμοί ού μή περιπατήση εν τη σκοτία αλλ' έξει το φώς της ζωής. είπον ούν αυτώ οι Φαρισαίοι : σύ περί σεαυτού μαρτυρείς. η μαρτυρία σου ούκ έστιν αληθής. απεκρίθη Ιησούς και είπεν αυτοίς : κάν εγώ μαρτυρώ περί εμαυτού, αληθής έστιν η μαρτυρία μου, ότι οίδα πόθεν ήλθον και πού υπάγω. υμείς δε ούκ οίδατε πόθεν έρχομαι ή πού υπάγω. υμείς κατά την σάρκα κρίνετε. εγώ ού κρίνω ουδένα. και εάν κρίνω δε εγώ η κρίσις η εμή αληθής έστιν, ότι μόνος ούκ ειμί, αλλ' εγώ και ο πέμψας με πατήρ. και εν τω νόμω δε τω υμετέρω γέγραπται ότι δύο ανθρώπων η μαρτυρία αληθής έστιν. εγώ είμι ο μαρτυρών περί εμαυτού, και μαρτυρεί περί εμού ο πέμψας με πατήρ. έλεγον ούν αυτώ : πού έστιν ο πατήρ σου ; απεκρίθη Ιησούς : ούτε εμέ οίδατε ούτε τον πατέρα μου. εί εμέ ήδειτε, και τον πατέρα μου ήδειτε άν. 
Ταύτα τα ρήματα ελάλησεν ο Ιησούς εν τω γαζοφυλακίω, διδάσκων εν τω ιερώ, και ουδείς επίασεν αυτόν, ότι ούπω εληλύθει η ώρα αυτού. 
Είπεν ούν πάλιν αυτοίς ο Ιησούς : εγώ υπάγω και ζητήσετέ με, και εν τη αμαρτία υμών αποθανείσθε. όπου εγώ υπάγω, υμείς ού δύνασθε ελθείν. έλεγον ούν οι Ιουδαίοι : μήτι αποκτενεί εαυτόν, ότι λέγει, όπου εγώ υπάγω, υμείς ού δύνασθε ελθείν ; και είπεν αυτοίς : υμείς εκ των κάτω εστέ, εγώ εκ των άνω ειμί. υμείς εκ του κόσμου τούτου εστέ, εγώ ούκ ειμί εκ του κόσμου τούτου. είπον ούν υμίν ότι αποθανείσθε εν ταις αμαρτίαις υμών. εάν γάρ μη πιστεύσητε ότι εγώ είμι, αποθανείσθε εν ταις αμαρτίαις υμών. έλεγον ούν αυτώ : σύ τίς εί ; και είπεν αυτοίς ο Ιησούς : την αρχήν ό,τι και λαλώ υμίν. πολλά έχω περί υμών λαλείν και κρίνειν. αλλ' ο πέμψας με αληθής έστι, καγώ ά ήκουσα παρ' αυτού, ταύτα λέγω εις τον κόσμον. ούκ έγνωσαν ότι τόν πατέρα αυτοίς έλεγεν. είπεν ούν αυτοίς ο Ιησούς : όταν υψώσητε τον υιόν του ανθρώπου, τότε γνώσεσθε ότι εγώ είμι, και απ' εμαυτού ποιώ ουδέν, αλλά καθώς εδίδαξέ με ο πατήρ μου, ταύτα λαλώ. και ο πέμψας με μετ' εμού έστιν. ούκ αφήκέ με μόνον ο πατήρ, ότι εγώ τα αρεστά αυτώ ποιώ πάντοτε.
Ταύτα αυτού λαλούντος πολλοί επίστευσαν εις αυτόν.
Έλεγεν ούν ο Ιησούς προς τους πεπιστευκότας αυτώ Ιουδαίους : εάν υμείς μείνητε εν τω λόγω τω εμώ, αληθώς μαθηταί μού έστε. και γνώσεσθε την αλήθειαν, και η αλήθεια ελευθερώσει υμάς. απεκρίθησαν αυτώ : σπέρμα Αβραάμ έσμεν και ουδενί δεδουλεύκαμεν πώποτε. πώς σύ λέγεις ότι ελεύθεροι γενήσεσθαι ; απεκρίθη αυτοίς ο Ιησούς : αμήν αμήν λέγω υμίν ότι πάς ο ποιών την αμαρτίαν δούλός έστι της αμαρτίας. ο δε δούλος ού μένει εν τη οικία εις τον αιώνα. ο υιός μένει εις τον αιώνα. εάν ούν ο υιός υμάς ελευθερώση, όντως ελεύθεροι έσεσθε. οίδα ότι σπέρμα Αβραάμ έστε. αλλά ζητείτε με αποκτείναι, ότι ο λόγος ο εμός ού χωρεί εν υμίν. εγώ ό εώρακα παρά τω πατρί μου λαλώ. και υμείς ούν ό εωράκατε παρά τω πατρί υμών ποιείτε. απεκρίθησαν και είπον αυτώ : ο πατήρ ημών Αβραάμ έστι. λέγει αυτοίς ο Ιησούς : εί τέκνα του Αβραάμ ήτε, τα έργα του Αβραάμ ποιείτε. νύν δε ζητείτέ με αποκτείναι, άνθρωπον ός την αλήθειαν υμίν λελάληκα, ήν ήκουσα παρά του Θεού. τούτο Αβραάμ ούκ εποίησεν. υμείς ποιείτε τα έργα του πατρός υμών. είπον ούν αυτώ : ημείς εκ πορνείας ού γεγεννήμεθα. ένα πατέρα έχομεν, τον Θεόν. είπεν ούν αυτοίς ο Ιησούς : εί ο Θεός πατήρ υμών ήν, ηγαπάτε άν εμέ. εγώ γάρ εκ του Θεού εξήλθον και ήκω. ουδέ γάρ απ' εμαυτού ελήλυθα, αλλ' εκείνός με απέστειλε. διατί την λαλιάν την εμήν ού γινώσκετε ; ότι ού δύνασθε ακούειν τον λόγον τον εμόν. υμείς εκ του πατρός του διαβόλου εστέ, και τας επιθυμίας του πατρός υμών θέλετε ποιείν. εκείνος ανθρωποκτόνος ήν απ' αρχής και εν τη αληθεία ούχ έστηκεν, ότι ούκ έστιν αλήθεια εν αυτώ. όταν λαλεί το ψεύδος, εκ των ιδίων λαλεί, ότι ψεύστης εστί και ο πατήρ αυτού. εγώ δε ότι την αλήθειαν λέγω, ού πιστεύετέ μοι. τις εξ υμών ελέγχει με περί αμαρτίας ; εί δέ αλήθειαν λέγω, διατί υμείς ού πιστεύετέ μοι ; ο ών εκ του Θεού τα ρήματα του Θεού ακούει. διά τούτο υμείς ούκ ακούετε, ότι εκ του Θεού ούκ εστέ. απεκρίθησαν ούν οι Ιουδαίοι και είπον αυτώ : ού καλώς λέγομεν ημείς ότι Σαμαρείτης εί σύ και δαιμόνιον έχεις ; απεκρίθη Ιησούς : εγώ δαιμόνιον ούκ έχω, αλλά τιμώ τον πατέρα μου, και υμείς ατιμάζετέ με. εγώ δε ού ζητώ την δόξαν μου. έστιν ο ζητών και ο κρίνων. αμήν αμήν λέγω υμίν, εάν τις τον λόγον τον εμόν τηρήση, θάνατον ού μή θεωρήση εις τον αιώνα. είπον ούν αυτώ οι Ιουδαίοι : νύν εγνώκαμεν ότι δαιμόνιον έχεις. Αβραάμ απέθανε και οι προφήται, και σύ λέγεις, εάν τις τον λόγον μου τηρήση, ού μή γεύσηται θανάτου εις τον αιώνα ; μή σύ μείζων εί τού πατρός ημών Αβραάμ, όστις απέθανε ; και οι προφήται απέθανον. τίνα σεαυτόν σύ ποιείς ; απεκρίθη Ιησούς : εάν εγώ δοξάζω εμαυτόν, η δόξα μου ουδέν έστιν. έστιν ο πατήρ μου ο δοξάζων με, όν υμείς λέγετε ότι Θεός υμών έστι. και ούκ εγνώκατε αυτόν. εγώ δέ οίδα αυτόν. και εάν είπω ότι ούκ οίδα αυτόν, έσομαι όμοιος υμών ψεύστης. αλλ' οίδα αυτόν και τον λόγον αυτού τηρώ. Αβραάμ ο πατήρ υμών ηγαλλιάσατο ίνα ίδη την ημέραν την εμήν, και είδε και εχάρη. είπον ούν οι Ιουδαίοι προς αυτόν : πεντήκοντα έτη ούπω έχεις και Αβραάμ εώρακας ; είπεν αυτοίς ο Ιησούς : αμήν αμήν λέγω υμίν, πρίν Αβραάμ γενέσθαι εγώ είμι. ήραν ούν λίθους ίνα βάλωσιν επ' αυτόν. Ιησούς δέ εκρύβη, και εξήλθεν εκ του ιερού διελθών διά μέσου αυτών, και παρήγε ούτως.
Και παράγων είδεν άνθρωπον τυφλόν εκ γενετής. και ηρώτησαν αυτόν οι μαθηταί αυτού λέγοντες : ραββί, τίς ήμαρτεν, ούτος ή οι γονείς αυτού, ίνα τυφλός γεννηθή ; απεκρίθη Ιησούς : ούτε ούτος ήμαρτεν ούτε οι γονείς αυτού, αλλ' ίνα φανερωθή τα έργα του Θεού εν αυτώ. εμέ δεί εργάζεσθαι τα έργα του πέμψαντός με έως ημέρα έστιν. έρχεται νύξ ότε ουδείς δύναται εργάζεσθαι. όταν εν τω κόσμω ώ, φώς είμι του κόσμου. ταύτα ειπών έπτυσε χαμαί και εποίησε πηλόν εκ του πτύσματος, και επέχρισε τον πηλόν επί τούς οφθαλμούς του τυφλού και είπεν αυτώ : ύπαγαι νίψαι εις την κολυμβήθραν του Σιλωάμ, ό ερμηνεύεται απεσταλμένος. απήλθεν ούν και ενίψατο, και ήλθε βλέπων. 
Οι ούν γείτονες και οι θεωρούντες αυτόν το πρότερον ότι τυφλός ήν, έλεγον : ούχ ούτός έστιν ο καθήμενος και προσαιτών ; άλλοι έλεγον ότι ούτός έστιν. άλλοι δέ ότι όμοιος αυτώ έστιν. εκείνος έλεγεν ότι εγώ είμι. έλεγον ούν αυτώ : πώς ανεώχθησαν σου οι οφθαλμοί ; απεκρίθη εκείνος και είπεν : άνθρωπος λεγόμενος Ιησούς πηλόν εποίησε και επέχρισέ μου τους οφθαλμούς και ειπέ μοι : ύπαγε εις την κολυμβήθραν του Σιλωάμ και νίψαι. απελθών δέ και νιψάμενος ανέβλεψα. είπον ούν αυτώ : πού έστιν εκείνος ; λέγει : ούκ οίδα. 
Άγουσιν αυτόν προς τους Φαρισαίους, τόν ποτε τυφλόν. ήν δέ σάββατον ότε τον πηλόν εποίησεν ο Ιησούς και ανέωξεν αυτού τους οφθαλμούς. πάλιν ούν ηρώτων αυτόν οι Φαρισαίοι πώς ανέβλεψεν. ο δε είπεν αυτοίς : πηλόν επέθηκέ μου επί τους οφθαλμούς, και ενιψάμην, και βλέπω. έλεγον ούν εκ των Φαρισαίων τινές : ούτος ο άνθρωπος ούκ έστι παρά του Θεού, ότι το σάββατον ού τηρεί. άλλοι έλεγον : πώς δύναται άνθρωπος αμαρτωλός τοιαύτα σημεία ποιείν ; και σχίσμα ήν εν αυτοίς. λέγουσι τω τυφλώ πάλιν : σύ τί λέγεις περί αυτού ; ότι ήνοιξέ σου τους οφθαλμούς ; ο δε είπεν ότι προφήτης εστίν. ούκ επίστευσαν ούν οι Ιουδαίοι περί αυτού ότι τυφλός ήν και ανέβλεψεν, έως ότου εφώνησαν τους γονείς αυτού του αναβλέψαντος και ηρώτησαν αυτούς λέγοντες : ούτός έστιν ο υιός υμών, όν υμείς λέγετε ότι τυφλός εγεννήθη ; πώς ούν άρτι βλέπει ; απεκρίθησαν δε αυτοίς οι γονείς αυτού και είπον : οίδαμεν ότι ούτός έστιν ο υιός ημών και ότι τυφλός εγεννήθη. πώς δέ νύν βλέπει ούκ οίδαμεν, ή τίς ήνοιξεν αυτού τους οφθαλμούς ημείς ούκ οίδαμεν. αυτός ηλικίαν έχει, αυτόν ερωτήσατε, αυτός περί εαυτού λαλήσει. ταύτα είπον οι γονείς αυτού, ότι εφοβούντο τους Ιουδαίους. ήδη γάρ συνετέθειντο οι Ιουδαίοι ίνα, εάν τις αυτόν ομολογήση Χριστόν, αποσυνάγωγος γένηται. δια τούτο οι γονείς αυτού είπον ότι ηλικίαν έχει, αυτόν ερωτήσατε. εφώνησαν ούν εκ δευτέρου τον άνθρωπον ός ήν τυφλός, και είπον αυτώ : δός δόξαν τω Θεώ. ημείς οίδαμεν ότι ο άνθρωπος αυτός αμαρτωλός έστιν. απεκρίθη ούν εκείνος και είπεν : εί αμαρτωλός έστιν ούκ οίδα. έν οίδα, ότι τυφλός ών άρτι βλέπω. είπον δε αυτώ πάλιν : τί εποίησέ σοι ; πώς ήνοιξέ σου τους οφθαλμούς ; απεκρίθη αυτοίς : είπον υμίν ήδη, και ούκ ηκούσατε. τί πάλιν θέλετε ακούειν ; μή και υμείς θέλετε αυτού μαθηταί γενέσθαι ; ελοιδόρησαν αυτόν και είπον : σύ εί μαθητής εκείνου. ημείς δέ του Μωϋσέως εσμέν μαθηταί. ημείς οίδαμεν ότι Μωϋσεί λελάληκεν ο Θεός. τούτον δέ ούκ οίδαμεν πόθεν εστίν. απεκρίθη ο άνθρωπος και είπεν αυτοίς : εν γάρ τούτω θαυμαστόν έστιν, ότι υμείς ούκ οίδατε πόθεν εστί, καί ανέωξέ μου τους οφθαλμούς. οίδαμεν δέ ότι αμαρτωλόν ο Θεός ούκ ακούει, αλλ' εάν τις θεοσεβής ή και το θέλημα αυτού ποιή, τούτου ακούει. εκ του αιώνος ούκ ηκούσθη ότι ήνοιξέ τις οφθαλμούς τυφλού γεγεννημένου. εί μή ήν ούτος παρά Θεού, ούκ ηδύνατο ποιείν ουδέν. απεκρίθησαν και είπον αυτώ : εν αμαρτίαις σύ εγεννήθης όλος, και σύ διδάσκεις ημάς ; και εξέβαλον αυτόν έξω.
Ήκουσεν ο Ιησούς ότι εξέβαλον αυτόν έξω, και ευρών αυτόν είπεν αυτώ : σύ πιστεύεις εις τον υιόν του Θεού ; απεκρίθη εκείνος και είπε : και τίς έστι, Κύριε, ίνα πιστεύσω εις αυτόν ; είπε δε αυτώ ο Ιησούς : και εώρακας αυτόν και ο λαλών μετά σού εκείνός έστιν. ο δε έφη : πιστεύω, Κύριε. και προσεκύνησεν αυτώ. και είπεν ο Ιησούς : εις κρίμα εγώ εις τον κόσμον τούτον ήλθον, ίνα οι μή βλέποντες βλέπωσι και οι βλέποντες τυφλοί γένωνται. και ήκουσαν εκ των Φαρισαίων ταύτα οι όντες μετ' αυτού, και είπον αυτώ : μή και ημείς τυφλοί έσμεν ; είπεν αυτοίς ο Ιησούς : εί τυφλοί ήτε, ούκ άν είχετε αμαρτίαν. νύν δε λέγετε ότι βλέπομεν. η ούν αμαρτία υμών μένει.
Αμήν αμήν λέγω υμίν, ο μή εισερχόμενος δια της θύρας εις την αυλήν των προβάτων, αλλά αναβαίνων αλλαχόθεν, εκείνος κλέπτης εστί και ληστής. ο δε εισερχόμενος δια της θύρας ποιμήν έστι των προβάτων. τούτω ο θυρωρός ανοίγει, και τα πρόβατα της φωνής αυτού ακούει, και τα ίδια πρόβατα καλεί κατ' όνομα και εξάγει αυτά. και όταν τα ίδια πρόβατα εκβάλη, έμπροσθεν αυτών πορεύεται, και τα πρόβατα αυτώ ακολουθεί, ότι οίδασι την φωνήν αυτού. αλλοτρίω δέ ού μή ακολουθήσωσιν, αλλά φεύξονται απ' αυτού, ότι ούκ οίδασι των αλλοτρίων την φωνήν.
Ταύτην την παροιμίαν είπεν αυτοίς ο Ιησούς. εκείνοι δέ ούκ έγνωσαν τίνα ήν ά ελάλει αυτοίς. Είπεν ούν πάλιν αυτοίς ο Ιησούς :  αμήν αμήν λέγω υμίν ότι εγώ είμι η θύρα των προβάτων. πάντες όσοι ήλθον πρό εμού, κλέπται εισί και λησταί. αλλ' ούκ ήκουσαν αυτών τα πρόβατα. εγώ είμι η θύρα. δι' εμού εάν τις εισέλθη, σωθήσεται, και εισελεύσεται και εξελεύσεται, και νομήν ευρήσει. ο κλέπτης ούκ έρχεται εί μή ίνα κλέψη και θύση και απολέση. εγώ ήλθον ίνα ζωήν έχωσι και περισσόν έχωσιν. εγώ είμι ο ποιμήν ο καλός. ο ποιμήν ο καλός την ψυχήν αυτού τίθησιν υπέρ των προβάτων. ο μισθωτός δέ καί ούκ ών ποιμήν, ού ούκ εισί τα πρόβατα ίδια, θεωρεί τον λύκον ερχόμενον και αφίησι τα πρόβατα και φεύγει. και ο λύκος αρπάζει αυτά και σκορπίζει τα πρόβατα. ο δέ μισθωτός φεύγει, ότι μισθωτός έστι και ού μέλει αυτώ περί των προβάτων. εγώ είμι ο ποιμήν ο καλός, και γινώσκω τα εμά και γινώσκομαι υπό των εμών, καθώς γινώσκει με ο πατήρ καγώ γινώσκω τον πατέρα, και την ψυχήν μου τίθημι υπέρ των προβάτων. και άλλα πρόβατα έχω, ά ούκ έστιν εκ της αυλής ταύτης. κακείνά με δεί αγαγείν, και της φωνής μου ακούσουσι, και γενήσεται μία ποίμνη, είς ποιμήν. δια τούτο ο πατήρ με αγαπά, ότι εγώ τίθημι την ψυχήν μου, ίνα πάλιν λάβω αυτήν. ουδείς αίρει αυτήν απ' εμού, αλλ' εγώ τίθημι αυτήν απ' εμαυτού. εξουσίαν έχω θείναι αυτήν, και εξουσίαν έχω πάλιν λαβείν αυτήν. ταύτην την εντολήν έλαβον παρά του πατρός μου.
Σχίσμα ούν πάλιν εγένετο εν τοίς Ιουδαίοις δια τους λόγους τούτους. έλεγον δέ πολλοί εξ αυτών : δαιμόνιον έχει και μαίνεται. τί αυτού ακούετε ; άλλοι έλεγον : ταύτα τα ρήματα ούκ έστι δαιμονιζομένου. μή δαιμόνιον δύναται τυφλών οφθαλμούς ανοίγειν ;  Εγένετο δε τα εγκαίνια εν τοίς Ιεροσολύμοις, και χειμών ήν. και περιεπάτει ο Ιησούς εν τω ιερώ εν τη στοά του Σολομώντος. εκύκλωσαν ούν αυτόν οι Ιουδαίοι και έλεγον αυτώ : έως πότε την ψυχήν ημών αίρεις ; εί σύ εί ο Χριστός, ειπέ ημίν παρρησία. απεκρίθη αυτοίς ο Ιησούς : είπον υμίν, και ού πιστεύετε. τά έργα ά εγώ ποιώ εν τω ονόματι του πατρός μου, ταύτα μαρτυρεί περί εμού. αλλ' υμείς ού πιστεύετε. ού γάρ έστε εκ των προβάτων των εμών, καθώς είπον υμίν. τα πρόβατα τα εμά της φωνής μου ακούει, καγώ γινώσκω αυτά, και ακολουθούσι μοι, καγώ ζωήν αιώνιον δίδωμι αυτοίς, και ού μή απόλωνται εις τον αιώνα, και ουχ αρπάσει τις αυτά εκ της χειρός μου. ο πατήρ μου, ός δέδωκέ μοι, μείζων πάντων εστί, και ουδείς δύναται αρπάζειν εκ της χειρός του πατρός μου. εγώ και ο πατήρ έν εσμέν. 
Εβάστασαν ούν πάλιν λίθους οι Ιουδαίοι ίνα λιθάσωσιν αυτόν. απεκρίθη αυτοίς ο Ιησούς : πολλά καλά έργα έδειξα υμίν εκ του πατρός μου. δια ποίον αυτών έργον λιθάζετέ με ; απεκρίθησαν αυτώ οι Ιουδαίοι λέγοντες : περί καλού έργου ού λιθάζομέν σε, αλλά περί βλασφημίας, και ότι σύ άνθρωπος ών ποιείς σευατόν Θεόν. απεκρίθη αυτοίς ο Ιησούς : ούκ έστι γεγραμμένον εν τω νόμω υμών, εγώ είπα, θεοί έστε ; εί εκείνος είπε θεούς, πρός ούς ο λόγος του Θεού εγένετο, και ού δύναται λυθήναι η γραφή, όν ο πατήρ ηγίασε και απέστειλεν εις τον κόσμον, υμείς λέγετε ότι βλασφημείς, ότι είπον, υιός του Θεού είμι ; εί ού ποιώ τά έργα του πατρός μου, μή πιστεύετέ μοι. εί δέ ποιώ, κάν εμοί μή πιστεύητε, τοίς έργοις πιστεύσατε, ίνα γνώτε και πιστεύσητε ότι εν εμοί ο πατήρ καγώ εν αυτώ. 
Εζήτουν ούν πάλιν πιάσαι αυτόν. και εξήλθεν εκ της χειρός αυτών. 
Και απήλθε πάλιν πέραν του Ιορδάνου, εις τόν τόπον όπου ήν Ιωάννης τό πρώτον βαπτίζων, και έμεινεν εκεί. και πολλοί ήλθον πρός αυτόν και έλεγον ότι Ιωάννης μέν σημείον εποίησεν ουδέν, πάντα δέ όσα είπεν Ιωάννης περί τούτου, αληθή ήν. και επίστευσαν πολλοί εκεί εις αυτόν.
΄Ην δέ τις ασθενών Λάζαρος από Βηθανίας, εκ της κώμης Μαρίας και Μάρθας της αδελφής αυτής. Ήν δέ Μαρία η αλείψασα τον Κύριον μύρω και εκμάξασα τούς πόδας αυτού ταίς θριξίν αυτής. ής ο αδελφός Λάζαρος ησθένει. απέστειλαν ούν αι αδελφαί πρός αυτόν λέγουσαι : Κύριε, ίδε όν φιλείς ασθενεί. ακούσας δέ ο Ιησούς είπεν : αύτη η ασθένεια ούκ έστι προς θάνατον, αλλά υπέρ της δόξης του Θεού, ίνα δοξασθή ο υιός του Θεού δι' αυτής. ηγάπα δέ Ιησούς την Μάρθαν και την αδελφήν αυτής και τον Λάζαρον. ώς ούν ήκουσεν ότι ασθενεί, τότε μέν έμεινεν εν ώ ήν τόπω δύο ημέρας. έπειτα μετά τούτο λέγει τοις μαθηταίς : άγωμεν εις την Ιουδαίαν πόλιν. λέγουσιν αυτώ οι μαθηταί : ραββί, νύν εζήτουν σε λιθάσαι οι Ιουδαίοι, και πάλιν υπάγεις εκεί ; απεκρίθη Ιησούς : ουχί δώδεκά είσιν ώραι της ημέρας ; εάν τις περιπατή εν τη ημέρα, ού προσκόπτει, ότι τό φώς τού κόσμου τούτου βλέπει. εάν δέ τις περιπατή εν τη νυκτί, προσκόπτει, ότι τό φώς ούκ έστιν εν αυτώ. ταύτα είπε, και μετά τούτο λέγει αυτοίς : Λάζαρος ο φίλος ημών κεκοίμηται. αλλά πορεύομαι ίνα εξυπνήσω αυτόν. είπον ούν οι μαθηταί αυτού : Κύριε, εί κεκοίμηται, σωθήσεται. ειρήκει δέ ο Ιησούς περί του θανάτου αυτού. εκείνοι δέ έδοξαν ότι περί της κοιμήσεως του ύπνου λέγει. τότε ούν είπεν αυτοίς ο Ιησούς παρρησία : Λάζαρος απέθανε, καί χαίρω δι' υμάς, ίνα πιστεύσητε, ότι ούκ ήμην εκεί. αλλ' άγωμεν πρός αυτόν. είπεν ούν Θωμάς ο λεγόμενος Δίδυμος τοίς συμμαθηταίς : άγωμεν και ημείς ίνα αποθάνωμεν μετ' αυτού.
Ελθών ούν ο Ιησούς εύρεν αυτόν τέσσαρας ημέρας ήδη έχοντα εν τω μνημείω. ήν δέ η Βηθανία εγγύς των Ιεροσολύμων ως από σταδίων δεκαπέντε, και πολλοί εκ των Ιουδαίων ελελύθεισαν πρός τάς περί Μάρθαν και Μαρίαν ίνα παραμυθήσωνται αυτάς περί του αδελφού αυτών. ή ούν Μάρθα ως ήκουσεν ότι ο Ιησούς έρχεται, υπήντησεν αυτώ. Μαρία δέ εν τώ οίκω εκαθέζετο. είπεν ούν η Μάρθα προς τον Ιησούν : Κύριε, εί ής ώδε, ο αδελφός μου ούκ άν ετεθνήσκει. αλλά και νύν οίδα ότι όσα άν αιτήση τον Θεόν, δώσει σοι ο Θεός. λέγει αυτή ο Ιησούς : αναστήσεται ο αδελφός σου. λέγει αυτώ Μάρθα : οίδα ότι αναστήσεται εν τη αναστάσει εν τη εσχάτη ημέρα. είπεν αυτή ο Ιησούς : εγώ είμι η ανάστασις και η ζωή. ο πιστεύων εις εμέ, κάν αποθάνη, ζήσεται. και πάς ο ζών και πιστεύων εις εμέ ού μή αποθάνη εις τόν αιώνα. πιστεύεις τούτο ; λέγει αυτώ : ναί, Κύριε, εγώ πεπίστευκα ότι σύ εί ο Χριστός ο υιός του Θεού ο εις τόν κόσμον ερχόμενος. και ταύτα ειπούσα απήλθε και εφώνησε Μαρίαν την αδελφήν αυτής λάθρα ειπούσα : ο διδάσκαλος πάρεστι και φωνεί σε. εκείνη ως ήκουσεν, εγείρεται ταχύ και έρχεται πρός αυτόν. ούπω δέ εληλύθει ο Ιησούς εις την κώμην, αλλ' ήν εν τω τόπω όπου υπήντησεν αυτώ η Μάρθα. οι ούν Ιουδαίοι οι όντες μετ' αυτής εν τη οικία και παραμυθούμενοι αυτήν, ιδόντες την Μαρίαν ότι ταχέως ανέστη και εξήλθεν, ηκολούθησαν αυτή, λέγοντες ότι υπάγει εις το μνημείον ίνα κλαύση εκεί. η ούν Μαρία ως ήλθεν όπου ήν ο Ιησούς, ιδούσα αυτόν έπεσεν αυτού εις τούς πόδας λέγουσα αυτώ : Κύριε, εί ής ώδε, ούκ άν απέθανέ μου ο αδελφός. Ιησούς ούν ως είδεν αυτήν κλαίουσαν και τους συνελθόντας αυτή Ιουδαίους κλαίοντας, ενεβριμήσατο τω πνεύματι και ετάραξεν εαυτόν, και είπε : πού τεθείκατε αυτόν ; λέγουσιν αυτώ : Κύριε, έρχου και ίδε, εδάκρυσεν ο Ιησούς. έλεγον ούν οι Ιουδαίοι : ίδε πώς εφίλει αυτόν. τινές δέ εξ αυτών είπον : ούκ ηδύνατο ούτος, ο ανοίξας τούς οφθαλμούς τού τυφλού, ποιήσαι ίνα και ούτος μή αποθάνη ; Ιησούς ούν, πάλιν εμβριμώμενος εν εαυτώ, έρχεται εις το μνημείον. ήν δέ σπήλαιον, και λίθος επέκειτο επ' αυτώ. λέγει ο Ιησούς : άρατε τον λίθον. λέγει αυτώ αδελφή του τεθνηκότος Μάρθα : Κύριε, ήδη όζει. τεταρταίος γάρ έστ. λέγει αυτή ο Ιησούς : ούκ είπόν σε ότι εάν πιστεύσης, όψει την δόξαν του Θεού ; ήραν ούν τον λίθον ού ήν ο τεθνηκώς κείμενος. ο δέ Ιησούς ήρε τούς οφθαλμούς άνω και είπε : πάτερ, ευχαριστώ σοι ότι ήκουσάς μου. εγώ δέ ήδειν ότι πάντοτέ μμου ακούεις. αλλά δια τον όχλον τον περιεστώτα είπον, ίνα πιστεύσωσιν ότι σύ με απέστειλας. και ταύτα ειπών φωνή μεγάλη εκραύγασε : Λάζαρε, δεύρω έξω. και εξήλθεν ο τεθνηκώς δεμένος τούς πόδας και τάς χείρας κειρίαις, καί η όψις αυτού σουδαρίω περιεδέδετο. λέγει αυτοίς ο Ιησούς : λύσατε αυτόν και άφετε υπάγειν.
Πολλοί ούν εκ των Ιουδαίων, οι ελθόντες πρός την Μαρίαν και θεασάμενοι ά εποίησεν ο Ιησούς, επίστευσαν εις αυτόν. τινές δέ εξ αυτών απήλθον πρός τους Φαρισαίους και είπον αυτοίς ά εποίησεν ο Ιησούς. συνήγαγον ούν οι αρχιερείς και οι Φαρισαίοι συνέδριον και έλεγον : τί ποιούμεν, ότι ούτος ο άνθρωπος πολλά σημεία ποιεί ; εάν αφώμεν αυτόν ούτω, πάντες πιστεύσουσιν εις αυτόν, και ελεύσονται οι Ρωμαίοι και αρούσιν ημών και τον τόπον και το έθνος. είς δέ τις εξ αυτών Καϊάφας, αρχιερεύς ών τού ενιαυτού εκείνου, είπεν αυτοίς : υμείς ούκ οίδατε ουδέν, ουδέ διαλογίζεσθε ότι συμφέρει ημίν ίνα είς άνθρωπος αποθάνη υπέρ του λαού και μή όλον τό έθνος απόληται. τούτο δέ αφ' εαυτού ούκ είπεν, αλλά αρχιερεύς ών του ενιαυτού εκείνου προεφήτευσεν ότι έμελλεν ο Ιησούς αποθνήσκειν υπέρ του έθνους, και ούχ υπέρ του έθνους μόνον, αλλ' ίνα και τά τέκνα του Θεού τα διεσκορπισμένα συναγάγη εις έν. απ' εκείνης ούν της ημέρας συνεβουλεύσαντο ίνα αποκτείνωσιν αυτόν. Ιησούς ούν ουκέτι παρρησία περιεπάτει εν τοίς Ιουδαίοις, αλλά απήλθεν εκείθενεις την χώραν εγγύς της ερήμου, εις Εφραίμ λεγομένην πόλιν, κακεί διέτριβε μετά των μαθητών αυτού. ήν δέ εγγύς το πάσχα των Ιουδαίων και ανέβησαν πολλοί εις Ιεροσόλυμα εκ της χώρας πρό τού πάσχα ίνα αγνίσωσιν εαυτούς. εζήτουν ούν τον Ιησούν και έλεγον μετ' αλλήλων εν τω ιερώ εστηκότες. τί δοκεί υμίν, ότι ού μή έλθη εις την εορτήν ; δεδώκεισαν δέ και οι αρχιερείς και οι Φαρισαίοι εντολήν ίνα εάν τις γνώ πού έστι, μηνύση, όπως πιάσωσιν αυτόν.
Ο ούν Ιησούς πρό έξ ημερών του πάσχα ήλθεν εις Βηθανίαν, όπου ήν Λάζαρος ο τεθνηκώς, όν ήγειρεν εκ νεκρών. εποίησαν ούν αυτώ δείπνον εκεί, και η Μάρθα διηκόνει. ο δέ Λάζαρος είς ήν των ανακειμένων σύν αυτώ. η ούν Μαρία, λαβούσα λίτραν μύρου νάρδου πιστικής πολυτίμου, ήλειψε τούς πόδας του Ιησού και εξέμαξε ταίς θριξίν αυτής τούς πόδας αυτού. η δέ οικία επληρώθη εκ της οσμής του μύρου. λέγει ούν είς εκ των μαθητών αυτού, Ιούδας Σίμωνος Ισκαριώτης, ο μέλλων αυτόν παραδιδόναι : διατί τούτο το μύρον ούκ επράθη τριακοσίων δηναρίων και εδόθη πτωχοίς ; είπε δέ τούτο ούχ ότι περί των πτωχών έμελεν αυτώ, αλλ' ότι κλέπτης ήν, και το γλωσσόκομον είχε και τα βαλλόμενα εβάσταζεν. είπεν ούν ο Ιησούς : άφες αυτήν, εις την ημέραν του ενταφιασμού μου τετήρηκεν αυτό. τούς πτωχούς γάρ πάντοτε έχετε μεθ' εαυτών, εμέ δέ ού πάντοτε έχετε. Έγνω ούν όχλος πολύς εκ των Ιουδαίων ότι εκεί έστι, και ήλθον ού δια τον Ιησούν μόνον, αλλ' ίνα και τον Λάζαρον ίδωσιν όν ήγειρεν εκ νεκρών. εβουλεύσαντο δε οι αρχιερείς ίνα τον Λάζαρον αποκτείνωσιν, ότι πολλοί δι' αυτόν υπήγον των Ιουδαίων καί επίστευον εις τον Ιησούν. 
Τη επαύριον όχλος πολύς ο ελθών εις την εορτήν, ακούσαντες ότι έρχεται Ιησούς εις Ιεροσόλυμα, έλαβον τα βαία των φοινίκων και εξήλθον εις υπάντησιν αυτώ, και έκραζον : ωσαννά, ευλογημένος ο ερχόμενος εν ονόματι Κυρίου, ο βασιλεύς του Ισραήλ. ευρών δέ ο Ιησούς ονάριον εκάθισεν επ' αυτό, καθώς έστι γεγραμμένον. μή φοβού, θύγατερ Σιών. ιδού ο βασιλεύς σου έρχεται καθήμενος επί πώλον όνου. Ταύτα δέ ούκ έγνωσαν οι μαθηταί αυτού τό πρώτον, αλλ' ότε εδοξάσθη ο Ιησούς, τότε εμνήσθησαν ότι ταύτα ήν επ' αυτώ γεγραμμένα, και ταύτα εποίησαν αυτώ. Εμαρτύρει ούν ο όχλος ο ών μετ' αυτού ότε τον Λάζαρον εφώνησεν εκ του μνημείου και ήγειρεν αυτόν εκ νεκρών. διά τούτο και υπήντησεν αυτώ ο όχλος, ότι ήκουσαν τούτο αυτόν πεποιηκέναι το σημείον. οι ούν Φαρισαίοι είπον προς εαυτούς : θεωρείτε ότι ούκ ωφελείτε ουδέν ; ίδε ο κόσμος οπίσω αυτού απήλθεν.
Ήσαν δέ τινες Έλληνες εκ των αναβαινόντων ίνα προσκυνήσωσιν εν τη εορτή. ούτοι ούν προσήλθον Φιλίππω τω από Βηθσαϊδά της Γαλιλαίας, και ηρώτων αυτόν λέγοντες : κύριε, θέλομεν τον Ιησούν ιδείν. έρχεται Φίλιππος και λέγει τω Ανδρέα, και πάλιν Ανδρέας και Φίλιππος λέγουσι τω Ιησού. ο δέ Ιησούς απεκρίνατο αυτοίς λέγων : ελήλυθεν η ώρα ίνα δοξασθή ο υιός του ανθρώπου. αμήν αμήν λέγω υμίν, εάν μή ο κόκκος τού σίτου πεσών εις την γην αποθάνη, αυτός μόνος μένει. εάν δέ αποθάνη πολύν καρπόν φέρει. ο φιλών την ψυχήν αυτού απολέσει αυτήν, και ο μισών την ψυχήν αυτού εν τω κόσμω τούτω, εις ζωήν αιώνιον φυλάξει αυτήν. εάν εμοί διακονή τις, εμοί ακολουθείτω, καί όπου ειμί εγώ, εκεί και ο διάκονος ο εμός έσται. και εάν τις εμοί διακονή, τιμήσει αυτόν ο πατήρ. Νύν η ψυχή μου τετάρακται, καί τί είπω ; πάτερ, σώσον με εκ τής ώρας ταύτης. αλλά διά τούτο ήλθον εις την ώραν ταύτην. πάτερ, δόξασόν σου τό όνομα. ήλθεν ούν φωνή εκ του ουρανού. και εδόξασα και πάλιν δοξάσω. ο ούν όχλος ο εστώς και ακούσας έλεγε βροντήν γεγονέναι. άλλοι έλεγον : άγγελος αυτώ λελάληκεν. απεκρίθη ο Ιησούς και είπεν : ού δι' εμέ αύτη η φωνή γέγονεν, αλλ' δι' υμάς. νύν κρίσις εστί του κόσμου τούτου, νύν ο άρχων του κόσμου τούτου εκβληθήσεται έξω. καγώ εάν υψωθώ εκ της γης, πάντας ελκύσω πρός εμαυτόν. τούτο δέ έλεγε σημαίνων ποίω θανάτω ήμελλεν αποθνήσκειν. απεκρίθη αυτώ ο όχλος : ημείς ηκούσαμεν εκ του νόμου ότι ο Χριστός μένει εις τον αιώνα, καί πώς σύ λέγεις, δεί υψωθήναι τον υιόν του ανθρώπου, τίς έστιν ούτος ο υιός του ανθρώπου ; είπεν ούν αυτοίς ο Ιησούς : έτι μικρόν χρόνον το φώς μεθ' υμών έστι. περιπατείτε έως τό φώς έχετε, ίνα μή σκοτία υμάς καταλάβη. και ο περιπατών εν τη σκοτία ούκ οίδε πού υπάγει. έως το φώς έχετε, πιστεύετε εις τό φώς, ίνα υιοί φωτός γένησθε. Ταύτα ελάλησεν ο Ιησούς, και απελθών εκρύβη απ' αυτών. Τοσαύτα δέ αυτού σημεία πεποιηκότος έμπροσθεν αυτών ούκ επίστευον εις αυτόν, ίνα ο λόγος Ησαίου του προφήτου πληρωθή όν είπε : Κύριε, τίς επίστευσε τη ακοή ημών ; και ο βραχίων Κυρίου τίνι απεκαλύφθη ; δια τούτο ούκ ηδύνατο πιστεύειν, ότι πάλιν είπεν Ησαίας : τετύφλωκεν αυτών τούς οφθαλμούς και πεπώρωκεν αυτών την καρδίαν, ίνα μή ίδωσι τοις οφθαλμοίς και νοήσωσι τη καρδία και επιστραφώσι, και ιάσομαι αυτούς. ταύτα είπεν Ησαίας ότε είδε τήν δόξαν αυτού καί ελάλησε περί αυτού. όμως μέντοι καί εκ τών αρχόντων πολλοί επίστευσαν εις αυτόν, αλλά διά τους Φαρισαίους ούχ ωμολόγουν, ίνα μή αποσυνάγωγοι γένωνται. ηγάπησαν γάρ την δόξαν των ανθρώπων μάλλον ήπερ τήν δόξαν του Θεού. Ιησού δέ έκραξε και είπεν : ο πιστεύων εις εμέ ού πιστεύει εις εμέ, αλλ' εις τόν πέμψαντά με, καί ο θεωρών εμέ θεωρεί τόν πέμψαντά με. εγώ φώς εις τόν κόσμον ελήλυθα, ίνα πάς ο πιστεύων εις εμέ εν τη σκοτία μή μείνη. και εάν τίς μου ακούση των ρημάτων καί μή πιστεύση, εγώ ού κρίνω αυτόν. ού γάρ ήλθον ίνα κρίνω τόν κόσμον, αλλ' ίνα σώσω τον κόσμον. ο αθετών εμέ και μή λαμβάνων τά ρήματά μου, έχει τόν κρίνοντα αυτόν. ο λόγος όν ελάλησα, εκείνος κρινεί αυτόν εν τη εσχάτη ημέρα. ότι εγώ εξ εμαυτού ούκ ελάλησα, αλλ' ο πέμψας με πατήρ αυτός μοι εντολήν έδωκε τί είπω καί τί λαλήσω. καί οίδα ότι η εντολή αυτού ζωή αιώνιός έστιν. ά ούν λαλώ εγώ, καθώς είρηκέ μοι ο πατήρ, ούτω λαλώ. 
Πρό δέ της εορτής του πάσχα ειδώς ο Ιησούς ότι ελήλυθεν αυτού η ώρα ίνα μεταβή εκ τού κόσμου τούτου πρός τόν πατέρα, αγαπήσας τούς ιδίους τούς εν τω κόσμω, εις τέλος ηγάπησεν αυτούς. και δείπνου γενομένου, τού διαβόλου ήδη βεβληκότος εις την καρδίαν Ιούδα Σίμωνος Ισκαριώτου ίνα αυτόν παραδώ, ειδώς ο Ιησούς ότι πάντα δέδωκεν αυτώ ο πατήρ εις τας χείρας, καί ότι από Θεού εξήλθε και πρός τόν Θεόν υπάγει, εγείρεται εκ τού δείπνου και τίθησι τά ιμάτια, καί λαβών λέντιον διέζωσεν εαυτόν. είτα βάλλει ύδωρ εις τόν νιπτήρα, καί ήρξατο νίπτειν τούς πόδας τών μαθητών και εκμάσσειν τώ λεντίω ώ ήν διεζωσμένος. έρχεται ούν πρός Σίμωνα Πέτρον, και λέγει αυτώ εκείνος : Κύριε, σύ μου νίπτεις τους πόδας ; απεκρίθη Ιησούς και είπεν αυτώ : ό εγώ ποιώ, σύ ούκ οίδας άρτι, γνώση δέ μετά ταύτα. λέγει αυτώ Πέτρος : ού μή νίψης τους πόδας μου εις τόν αιώνα. απεκρίθη αυτώ, ο Ιησούς : εάν μή νίψω σε, ούκ έχεις μέρος μετ' εμού. λέγει αυτώ Σίμων Πέτρος : Κύριε, μή τούς πόδας μου μόνον, αλλά καί τάς χείρας καί τήν κεφαλήν. λέγει αυτώ ο Ιησούς : ο λελουμένος ού χρείαν έχει ή τούς πόδας νίψασθαι, αλλ' έστι καθαρός όλος. καί υμείς καθαροί έστε, αλλ' ουχί πάντες. ήδει γάρ τόν παραδιδόντα αυτόν. διά τούτο είπεν ουχί πάντες καθαροί έστε. Ότε ούν ένιψε τούς πόδας αυτών καί έλαβε τά ιμάτια αυτού, αναπεσών πάλιν είπεν αυτοίς : γινώσκετε τί πεποίκα υμίν ; υμείς φωνείτέ με, ο Διδάσκαλος και ο Κύριος, καί καλώς λέγετε. ειμί γάρ. εί ούν εγώ ένιψα υμών τούς πόδας, ο Κύριος και ο Διδάσκαλος, καί υμείς οφείλετε αλλήλων νίπτειν τούς πόδας. υπόδειγμα γάρ δέδωκα υμίν, ίνα καθώς εγώ εποίησα υμίν, και υμείς ποιήτε. αμήν αμήν λέγω υμίν, ούκ έστι δούλος μείζων τού κυρίου αυτού, ούδέ απόστολος μείζων τού πέμψαντος αυτόν. εί ταύτα οίδατε, μακάριοί έστε εάν ποιήτε αυτά. ού περί πάντων υμών λέγω. εγώ οίδα ούς εξελεξέμην. αλλ' ίνα η γραφή πληρωθή, ο τρώγων μετ' εμού τόν άρτον επήρεν επ' εμέ τήν πτέρναν αυτού. απ' άρτι λέγω υμίν πρό του γενέσθαι, ίνα όταν γένηται πιστεύσητε ότι εγώ είμι. αμήν αμήν λέγω υμίν, ο λαμβάνων εάν τινά πέμψω, εμέ λαμβάνει, ο δέ εμέ λαμβάνων λαμβάνει τόν πέμψαντά με. Ταύτα ειπών ο Ιησούς εταράχθη τω πνεύματι, και εμαρτύρησε και είπεν : αμήν αμήν λέγω υμίν ότι είς εξ υμών παραδώσει με. έβλεπον ούν εις αλλήλοις οι μαθηταί, απορούμενοι περί τίνος λέγει. ήν δέ ανακείμενος είς εκ τών μαθητών αυτού εν τώ κόλπω του Ιησού, όν ηγάπα ο Ιησούς. νεύει ούν τούτω Σίμων Πέτρος πυθέσθαι τίς άν είη περί ού λέγει. επιπεσών δέ εκείνος επί τό στήθος του Ιησού λέγει αυτώ : Κύριε, τίς έστιν ; αποκρίνεται ο Ιησούς : εκείνός έστιν ώ εγώ βάψας τό ψωμίον επιδώσω. και εμβάψας το ψωμίον δίδωσιν Ιούδα Σίμωνος Ισκαριώτη. καί μετά το ψωμίον τότε εισήλθεν εις εκείνον ο σατανάς. λέγει ούν αυτώ ο Ιησούς : ό ποιείς, ποίησον τάχιον. τούτο δέ ουδείς έγνω τών ανακειμένων πρός τί είπεν αυτώ. τινές γάρ εδόκουν, επεί το γλωσσόκομον είχεν ο Ιούδας, ότι λέγει αυτώ ο Ιησούς, αγόρασον ών χρείαν έχομεν εις τήν εορτήν, ή τοίς πτωχοίς ίνα τι δώ. λαβών ούν τό ψωμίον εκείνος ευθέως εξήλθεν. ήν δέ νύξ. 
Ότε ούν εξήλθε, λέγει ο Ιησούς : νύν εδοξάσθη ο υιός του ανθρώπου, και ο Θεός εδοξάσθη εν αυτώ. εί ο Θεός εδοξάσθη εν αυτώ, και ο Θεός δοξάσει αυτόν αυτόν εν εαυτώ, και ευθύς δοξάσει αυτόν. τεκνία, έτι μικρόν μεθ' υμών είμι, ζητήσετέ με, και καθώς είπον τοίς Ιουδαίοις ότι όπου υπάγω εγώ, υμείς ού δύνασθε ελθείν, και υμίν λέγω άρτι. εντολήν κοινήν δίδωμι υμίν ίνα αγαπάτε αλλήλους, καθώς ηγάπησα υμάς ίνα και υμείς αγαπάτε αλλήλους. εν τούτω γνώσονται πάντες ότι εμοί μαθηταί έστε, εάν αγάπην έχητε εν αλλήλοις. λέγει αυτώ Σίμων Πέτρος : Κύριε, πού υπάγεις ; απεκρίθη αυτώ ο Ιησούς : όπου εγώ υπάγω, ού δύνασαί μοι νυν ακολουθήσαι, ύστερον δέ ακολουθήσεις μοι. λέγει αυτώ ο Πέτρος : Κύριε, διατί ού δύναμαί σοι ακολουθήσαι άρτι ; την ψυχήν μου υπέρ σού θήσω. απεκρίθη αυτώ ο Ιησούς : την ψυχήν σου υπέρ εμού θήσεις ! αμήν αμήν λέγω σοι, ού μή αλέκτωρ φωνήσει έως ού απαρνήση με τρίς.
Μή ταρασσέσθω υμών η καρδία. πιστεύετε εις τόν Θεόν, και εις εμέ πιστεύετε. εν τη οικία τού πατρός μου μοναί πολλαί εισίν. εί δέ μή, είπον άν υμίν, πορεύομαι ετοιμάσαι τόπον υμίν. και εάν πορευθώ και ετοιμάσω υμίν τόπον, πάλιν έρχομαι καί παραλήψομαι υμάς πρός εμαυτόν, ίνα όπου ειμί εγώ, καί υμείς ήτε. και όπου εγώ υπάγω οίδατε, καί τήν οδόν οίδατε. Λέγει αυτώ Θωμάς : Κύριε, ούκ οίδαμεν πού υπάγεις καί πώς δυνάμεθα την οδόν ειδέναι ; λέγει αυτώ ο Ιησούς : εγώ είμι η οδός καί η αλήθεια καί η ζωή. ουδείς έρχεται πρός τόν πατέρα εί μή δι' εμού. εί εγνώκειτέ με, καί τόν πατέρα μου εγνώκειτε άν. καί απ' άρτι γινώσκετε αυτόν καί εωράκατε αυτόν.  Λέγει αυτώ Φίλιππος : Κύριε, δείξον ημίν τόν πατέρα καί αρκεί ημίν. λέγει αυτώ ο Ιησούς : τοσούτον χρόνον μεθ' υμών είμι, και ούκ έγνωκάς με, Φίλιππε ; ο εωρακώς εμέ εώρακε τόν πατέρα. και πώς σύ λέγεις, δείξον ημίν τόν πατέρα ; ού πιστεύεις ότι εγώ εν τώ πατρί και ο πατήρ εν εμοί έστι ; τά ρήματα ά εγώ λαλώ υμίν, απ' εμαυτού ού λαλώ. ο δέ πατήρ ο εν εμοί μένων αυτός ποιεί τά έργα. πιστεύετέ μοι ότι εγώ εν τώ πατρί και ο πατήρ εν εμοί. εί δέ μή, διά τά έργα αυτά πιστεύετέ μοι. αμήν αμήν λέγω υμίν, ο πιστεύων εις εμέ, τά έργα ά εγώ ποιώ κακείνος ποιήσει, και μείζονα τούτων ποιήσει, ότι εγώ πρός τον πατέρα μου πορεύομαι, και ό,τι άν αιτήσητε εν τώ ονόματί μου, τούτο ποιήσω, ίνα δοξασθή ο πατήρ εν τώ υιώ. εάν τι αιτήσητε εν τώ ονόματί μου, εγώ ποιήσω. 
Εάν αγαπάτε με, τας εντολάς τας εμάς τηρήσατε, και εγώ ερωτήσω τόν πατέρα καί άλλον παράκλητον δώσω υμίν, ίνα μένη μεθ' υμών εις τόν αιώνα, το Πνεύμα της αληθείας, ό ο κόσμος ού δύναται λαβείν, ότι ού θεωρεί αυτό ουδέ γινώσκει αυτό. υμείς δέ γινώσκετε αυτό, ότι παρ' υμίν μένει καί εν υμίν έσται. ούκ αφήσω υμάς ορφανούς. έρχομαι πρός υμάς. έτι μικρόν καί ο κόσμος με ουκέτι θεωρεί, υμείς δέ θεωρείτέ με, ότι εγώ ζώ και υμείς ζήσεσθε. εν εκείνη τή ημέρα γνώσεσθε υμείς ότι εγώ εν τώ πατρί μου και υμείς εν εμοί καγώ εν υμίν. ο έχων τάς εντολάς μου και τηρών αυτάς, εκείνός έστιν ο αγαπών με. ο δέ αγαπών με αγαπηθήσεται υπό τού πατρός μου, καί εγώ αγαπήσω αυτόν και εμφανίσω αυτώ εμαυτόν. Λέγει αυτώ ο Ιούδας, ούχ ο Ισκαριώτης : Κύριε, καί τί γέγονεν ότι ημίν μέλλεις εμφανίζειν σεαυτόν και ουχί τώ κόσμω ; απεκρίθη Ιησούς και είπεν αυτώ : εάν τις αγαπά με, τόν λόγον μου τηρήσει, καί ο πατήρ μου αγαπήσει αυτόν, καί πρός αυτόν ελευσόμεθα και μονήν παρ' αυτώ ποιήσομεν. ο μή αγαπών με τούς λόγους μου ού τηρεί. καί ο λόγος όν ακούετε ούκ έστιν εμός, αλλά τού πέμψαντός με πατρός. 
Ταύτα λελάληκα υμίν παρ' υμίν μένων. ο δέ παράκλητος, το Πνεύμα το Άγιον ό πέμψει ο πατήρ εν τώ ονόματί μου, εκείνος υμάς πάντα και υπομνήσει υμάς πάντα ά είπον υμίν. Ειρήνην αφίημι υμίν, ειρήνην τήν εμήν δίδωμι υμίν. ού καθώς ο κόσμος δίδωσιν, εγώ δίδωμι υμίν. μή ταρασσέσθω υμών η καρδία μηδέ δειλιάτω. ηκούσατε ότι εγώ είπον υμίν, υπάγω καί έρχομαι πρός υμάς. εί ηγαπάτέ με, εχάρητε άν ότι είπον, πορεύομαι πρός τόν πατέρα. ότι ο πατήρ μου μείζων μού έστι. καί νύν είρηκα υμίν πρίν γενέσθαι, ίνα όταν γένηται πιστεύσητε. ουκέτι πολλά λαλήσω μεθ' υμών. έρχεται γάρ ο τού κόσμου άρχων, καί εν εμοί ούκ έχει ουδέν. αλλ' ίνα γνώ ο κόσμος ότι αγαπώ τόν πατέρα, καί καθώς ενετείλατό μοι ο πατήρ, ούτω ποιώ, εγείρεσθε άγωμεν εντεύθεν.
Εγώ είμι η άμπελος η αληθινή, καί ο πατήρ μου ο γεωργός έστι. πάν κλήμα εν εμοί φέρον καρπόν, αίρει αυτό, καί πάν τό καρπόν φέρον, καθαίρει αυτό, ίνα πλείονα καρπόν φέρη. ήδη υμείς καθαροί έστε διά τόν λόγον όν λελάληκα υμίν. μείνατε εν εμοί, καγώ εν υμίν. καθώς το κλήμα ού δύναται καρπόν φέρει αφ' εαυτού, εάν μή μείνη εν τή αμπέλω, ούτως ουδέ υμείς, εάν μή εν εμοί μείνητε. εγώ είμι η άμπελος, υμείς τα κλήματα. ο μένων εν εμοί καγώ εν αυτώ, ούτος φέρει καρπόν πολύν, ότι χωρίς εμού ού δύνασθε ποιείν ουδέν. εάν μή τις μείνη εν εμοί, εβλήθη έξω ως τό κλήμα και εξηράνθη, καί συνάγουσιν αυτά και εις τό πύρ βάλλουσι, καί καίεται. εάν μείνητε εν εμοί καί τά ρήματά μου εν υμίν μείνη, ό εάν θέλητε αιτήσασθε, καί γενήσεται υμίν. εν τούτω εδοξάσθη ο πατήρ μου, ίνα καρπόν πολύν φέρητε, καί γενήσεσθε εμοί μαθηταί. καθώς ηγάπησέ με ο πατήρ, καγώ ηγάπησα υμάς. μείνατε εν τή αγάπη τή εμή. εάν τάς εντολάς μου τηρήσητε, μενείτε εν τή αγάπη μου, καθώς εγώ τάς εντολάς τού πατρός μου τετήρηκα καί μένω αυτού εν τή αγάπη. Ταύτα λελάληκα υμίν ίνα η χαρά η εμή εν υμίν μείνη καί η χαρά υμών πληρωθή. αύτη εστίν η εντολή η εμή, ίνα αγαπάτε αλλήλους καθώς ηγάπησα υμάς. μείζονα ταύτης αγάπην ουδείς έχει, ίνα τις την ψυχήν αυτού θή υπέρ τών φίλων αυτού. υμείς φίλοι μού έστε, εάν ποιήτε όσα εγώ εντέλλομαι υμίν. ουκέτι υμάς λέγω δούλους, ότι ο δούλος ούκ οίδε τί ποιεί αυτού ο κύριος. υμάς δέ είρηκα φίλους, ότι πάντα ά ήκουσα παρά τού πατρός μου εγνώρισα υμίν. ούχ υμείς με εξελέξασθε, αλλ' εγώ εξελεξάμην υμάς, καί έθηκα υμάς ίνα υμείς υπάγητε καί καρπόν φέρητε, καί ο καρπός υμών μένη, ίνα ό,τι άν αιτήσητε τον πατέρα εν τώ ονόματί μου, δώ υμίν. ταύτα εντέλλομαι υμίν, ίνα αγαπάτε αλλήλους. 
Εί ο κόσμος υμάς μισεί, γινώσκετε ότι εμέ πρώτον υμών μεμίσηκεν. εί εκ του κόσμου ήτε, ο κόσμος άν τό ίδιον εφίλει. ότι δέ εκ τού κόσμου ούκ εστέ, αλλ' εγώ εξελεξάμην υμάς εκ τού κόσμου, διά τούτο μισεί υμάς ο κόσμος. μνημονεύετε τού λόγου ού εγώ είπον υμίν. ούκ έστι δούλος μείζων τού κυρίου αυτού. εί εμέ εδίωξαν, καί υμάς διώξουσιν. εί τόν λόγον μου ετήρησαν, και τον υμέτερον τηρήσουσιν. αλλά ταύτα πάντα ποιήσουσιν υμίν διά τό όνομά μου, ότι ούκ οίδασι τόν πέμψαντά με. εί μή ήλθον καί ελάλησα αυτοίς, αμαρτίαν ούκ είχον. νύν δέ πρόφασιν ούκ έχουσι περί της αμαρτίας αυτών. ο εμέ μισών καί τόν πατέρα μου μισεί. εί τά έργα μή εποίησα εν αυτοίς ά ουδείς άλλος πεποίηκεν, αμαρτίαν ούκ είχον. νύν δέ καί εωράκασι καί μεμισήκασι καί εμέ καί τόν πατέρα μου. αλλ' ίνα πληρωθή ο λόγος ο γεγραμμένος εν τώ νόμω αυτών, ότι εμίσησάν με δωρεάν, όταν δέ έλθη ο παράκλητος όν εγώ πέμψω υμίν παρά τού πατρός, τό Πνεύμα της αληηθείας ό παρά τού πατρός εκπορεύεται, εκείνος μαρτυρήσει περί εμού. καί υμείς δέ μαρτυρείτε, ότι απ' αρχής μετ' εμού έστε.
Ταύτα λελάληκα υμίν ίνα μή σκανδαλισθήτε. αποσυναγώγους ποιήσουσιν υμάς. αλλ' έρχεται ώρα ίνα πάς ο αποκτείνας υμάς δόξη λατρείαν προσφέρειν τώ Θεώ. καί ταύτα ποιήσουσιν, ότι ούκ έγνωσαν τόν πατέρα ουδέ εμέ. αλλά ταύτα λελάληκα υμίν ίνα όταν έλθη η ώρα, μνημονεύητε αυτών ότι εγώ είπον υμίν, ταύτα δέ υμίν εξ αρχής ούκ είπον, ότι μεθ' υμών ήμην. νύν δέ υπάγω πρός τόν πέμψαντά με, καί ουδείς εξ υμών ερωτά με πού υπάγεις ! αλλ' ότι ταύτα λελάληκα υμίν, η λύπη πεπλήρωκεν υμών τήν καρδίαν. αλλ' εγώ τήν αλήθειαν λέγω υμίν. συμφέρει υμίν ίνα εγώ απέλθω. εάν γάρ εγώ μή απέλθω, ο παράκλητος ούκ ελεύσεται πρός ημάς. εάν δέ πορευθώ, πέμψω αυτόν πρός υμάς. καί ελθών εκείνος ελέγξει τόν κόσμον περί αμαρτίας καί περί δικαιοσύνης καί περί κρίσεως. περί αμαρτίας μέν, ότι ού πιστεύουσιν εις εμέ. περί δικαιοσύνης δέ, ότι πρός τόν πατέρα μου υπάγω και ουκέτι θεωρείτε με. περί δέ της κρίσεως, ότι ο άρχων  τού κόσμου τούτου κέκριται. Έτι πολλά έχω λέγειν υμίν, αλλ' ού δύνασθε βαστάζειν άρτι. όταν δέ έλθη εκείνος, τό Πνεύμα τής αληθείας, οδηγήσει υμάς εις πάσαν τήν αλήθειαν. ού γάρ λαλήσαι αφ' εαυτού, αλλ' όσα άν ακούση λαλήσει, καί τά ερχόμενα αναγγελεί υμίν. εκείνος εμέ δοξάσει, ότι εκ τού εμού λήψεται καί αναγγελεί υμίν. πάντα όσα έχει ο πατήρ εμά έστι. διά τούτο είπον ότι εκ τού εμού λήψεται καί αναγγελεί υμίν. μικρόν καί ού θεωρείτέ με, καί πάλιν μικρόν καί όψεσθέ με, ότι εγώ υπάγω πρός τόν πατέρα. Είπον ούν εκ των μαθητών αυτού πρός αλλήλους : τί έστι τούτο ό λέγει ημίν, μικρόν και ού θεωρείτέ με, καί πάλιν μικρόν και όψεσθέ με, καί ότι εγώ υπάγω πρός τόν πατέρα ; έλεγον ούν τούτο τί έστιν ό λέγει τό μικρόν ; ούκ οίδαμεν τί λαλεί. έγνω ούν ο Ιησούς ότι ήθελον αυτόν ερωτάν, καί είπεν αυτοίς : περί τούτου ζητείτε μετ' αλλήλων ότι είπον, μικρόν καί ού θεωρείτέ με, καί πάλιν μικρόν καί όψεσθέ με ; αμήν αμήν λέγω υμίν ότι κλαύσετε καί θρηνήσετε υμείς, ο δέ κόσμος χαρήσεται. υμείς δέ λυπηθήσεσθε, αλλ' η λύπη υμών εις χαράν γενήσεται. η γυνή όταν τίκτη, λύπην έχει, ότι ήλθεν η ώρα αυτής. όταν δέ γεννήση τό παιδίον, ουκέτι μνημονεύει της θλίψεως διά τήν χαράν ότι εγεννήθη άνθρωπος εις τόν κόσμον. καί υμείς ούν λύπην μέν νύν έχετε. πάλιν δέ όψομαι υμάς καί χαρήσεται υμών η καρδία, καί τήν χαράν υμών ουδείς αίρει αφ' ημών. καί εν εκείνη τή ημέρα εμέ ούκ ερωτήσετε ουδέν. αμήν αμήν λέγω υμίν ότι όσα άν αιτήσητε τόν πατέρα εν τώ ονόματί μου, δώσει υμίν. έως άρτι ούκ ητήσατε ουδέν εν τώ ονόματί μου. αιτείτε καί λήψεσθε, ίνα η χαρά υμών ή πεπληρωμένη. Ταύτα εν παροιμίαις λελάληκα υμίν. αλλ' έρχεται ώρα ότε ουκέτι εν παροιμίαις λαλήσω υμίν, αλλά παρρησία περί τού πατρός αναγγελώ υμίν. εν εκίνη τή ημέρα εν τώ ονόματί μου αιτήσεσθε. καί ού λέγω υμίν ότι εγώ ερωτήσω τόν πατέρα περί υμών. αυτός γάρ ο πατήρ φιλεί υμάς, ότι υμείς εμέ πεφιλήκατε, και πεπιστεύκατε ότι εγώ παρά τού Θεού εξήλθον. εξήλθον παρά τού πατρός καί ελήλυθα εις τόν κόσμον. πάλιν αφίημι τόν κόσμον καί πορεύομαι πρός τόν πατέρα. Λέγουσιν αυτώ οι μαθηταί αυτού : ίδε νύν παρρησία λαλείς, καί παροιμίαν ουδεμίαν λέγεις. νύν οίδαμεν ότι οίδας πάντα καί ού χρείαν έχεις ίνα τίς σε ερωτά. εν τούτω πιστεύομενότι από Θεού εξήλθες. απεκρίθη αυτοίς ο Ιησούς. άρτι πιστεύετε. ιδού έρχεται ώρα, καί νύν ελήλυθεν, ίνα σκορπισθήτε έκαστος εις τά ίδια καί εμέ μόνον αφήτε. καί ούκ ειμί μόνος, ότι ο πατήρ μετ' εμού έστι. ταύτα λελάληκα υμίν ίνα εν εμοί ειρήνην έχητε. εν τώ κόσμω θλίψιν έξετε. αλλά θαρσείτε, εγώ νενίκηκα τόν κόσμον. 
Ταύτα ελάλησεν ο Ιησούς, καί επήρε τούς οφθαλμούς αυτού εις τόν ουρανόν και είπε : πάτερ, ελήλυθεν η ώρα. δίξασόν σου τόν υιόν, ίνα καί ό υιός σου δοξάση σε, καθώς έδωκας αυτώ εξουσίαν πάσης σαρκός, ίνα πάν ό δέδωκας αυτώ δώση αυτοίς ζωήν αιώνιον. αύτη δέ έστι η αιώνιος ζωή, ίνα γινώσκωσί σε τόν μόνον αληθινόν Θεόν καί όν απέστειλας Ιησούν Χριστόν. εγώ σε εδόξασα επί τής γής, τό έργον ετελείωσα ο δέδωκάς μοι ίνα ποιήσω. καί νύν δόξασόν με σύ, πάτερ, παρά σεαυτώ τή δίξη ή είχον πρό τού τόν κόσμον είναι παρά σοί.
Εφανέρωσά σου τό όνομα τοίς ανθρώποις ούς δέδωκάς μοι εκ τού κόσμου, σοί ήσαν καί εμοί αυτούς δέδωκας, καί τόν λόγον σου τετηρήκασι. νύν έγνωκαν ότι πάντα όσα δέδωκάς μοι παρά σού έστιν. ότι τά ρήματα ά δέδωκάς μοι δώδεκα αυτοίς, καί αυτοί έλαβον, καί έγνωσαν αληθώς ότι παρά σού εξήλθον, καί επίστευσαν ότι σύ με απέστειλας.  Εγώ περί αυτών ερωτώ. ού περί τού κόσμου ερωτώ, αλλά περί ών δέδωκάς μοι, ότι σοί είσι, καί τά εμά πάντα σά έστι καί τά σά εμά, καί δεδόξασμαι εν αυτοίς. καί ουκέτι ειμί εν τώ κόσμω, καί ούτοι εν τώ κόσμω εισί, καί εγώ πρός σέ έρχομαι. πάτερ άγιε, τήρησον αυτούς εν τώ ονόματί σου ώ δέδωκάς μοι, ίνα ώσιν έν καθώς ημείς. ότε ήμην μετ' αυτών εν τώ κόσμω, εγώ ετήρουν αυτούς εν τώ ονόματί σου. ούς δέδωκάς μοι εφύλαξα, καί ουδείς εξ αυτών απώλετο εί μή ο υιός τής απωλείας, ίνα η γραφή πληρωθή. νύν δέ πρός σέ έρχομαι, καί ταύτα λαλώ εν τώ κόσμω ίνα έχωσι τήν χαράν τήν εμήν πεπληρωμένην εν αυτοίς. εγώ δέδωκα αυτοίς τόν λόγον σου, καί ο κόσμος εμίσησεν αυτούς, ότι ούκ εισίν εκ τού κόσμου, καθώς εγώ ούκ ειμί εκ τού κόσμου. ούκ ερωτώ ίνα άρης αυτούς εκ τού κόσμου, αλλ' ίνα τηρήσης αυτούς εκ τού πονηρού. εκ τού κόσμου ούκ εισί, καθώς εγώ εκ τού κόσμου ούκ ειμί. αγίασον αυτούς εν τή αληηθεία σου. ο λόγος ο σός αλήθειά έστι. καθώς εμέ απέστειλας εις τόν κόσμον, καγώ απέστειλα αυτούς εις τόν κόσμον. καί υπέρ αυτών εγώ αγιάζω εμαυτόν, ίνα και αυτοί ώσιν ηγιασμένοι εν αληθεία. Ού περί τούτων δέ ερωτώ μόνον, αλλά καί περί τών πιστευόντων δια τού λόγου αυτών εις εμέ, ίνα πάντες έν ώσι, καθώς σύ, πάτερ, εν εμοί καγώ εν σοί, ίνα και αυτοί εν ημίν έν ώσιν, ίνα ο κόσμος πιστεύση ότι σύ μέ απέστειλας. καί εγώ τήν δόξαν ήν δέδωκάς μοι δέδωκα αυτοίς, ίνα ώσιν έν καθώς ημείς έν εσμέν, εγώ εν αυτοίς καί σύ εν εμοί, ίνα ώσι τετελειωμένοι εις έν, καί ίνα γινώσκη ο κόσμος ότι σύ με απέστειλας καί ηγάπησας αυτούς καθώς εμέ ηγάπησας. πάτερ, ούς δέδωκάς μοι, θέλω ίνα όπου ειμί εγώ κακείνοι ώσι μετ' εμού, ίνα θεωρώσι τήν δόξαν τήν εμήν ήν δέδωκάς μοι, ότι ηγάπησας με πρό καταβολής κόσμου. πάτερ δίκαιε, καί ο κόσμος σε ούκ έγνω, εγώ δέ σε έγνων, καί ούτοι έγνωσαν ότι σύ με απέστειλας. καί εγνώρισα αυτοίς τό όνομά σου καί γνωρίσω, ίνα η αγάπη ήν ηγάπησάς με εν αυτοίς ή, καγώ εν αυτοίς.
Ταύτα ειπών ο Ιησούς εξήλθε σύν τοίς μαθηταίς αυτού πέραν τού χειμάρρου των Κέδρων, όπου ήν κήπος, εις όν εισήλθεν αυτός καί οι μαθηταί αυτού. ήδει δέ καί ο Ιούδας ο παραδιδούς αυτόν τόν τόπον, ότι πολλάκις συνήχθη καί ο Ιησούς εκεί μετά τών μαθητών αυτού. ο ούν Ιουδας λαβών τήν σπείραν και εκ τών  καί εκ τών αρχιερέων και Φαρισαίων υπηρέτας έρχεται εκεί μετά φανών καί λαμπάδων καί όπλων. Ιησούς ούν ειδώς πάντα τά ερχόμενα επ' αυτόν, εξελθών είπεν αυτοίς : τίνα ζητείτε ; απεκρίθησαν αυτώ : Ιησούν τόν Ναζωραίον. λέγει αυτοίς ο Ιησούς : εγώ είμι. ειστήκαι δέ καί ο Ιούδας ο παραδιδούς αυτόν μετ' αυτών. ως ούν είπεν αυτοίς ότι εγώ είμι, απήλθον εις τά οπίσω καί έπεσον χαμαί. πάλιν ούν αυτούς επηρώτησε : τίνα ζητείτε ; οι δέ είπον : Ιησούν τόν Ναζωραίον. απεκρίθη Ιησούς. είπον υμίν ότι εγώ είμί, εί ούν εμέ ζητείτε, άφετε τούτους υπάγειν. ίνα πληρωθή ο λόγος όν είπεν, ότι ούς δέδωκάς μοι, ούκ απώλεσα εξ αυτών ουδένα. Σίμων ούν Πέτρος έχων μάχαιραν είλκυσεν αυτήν, καί έπαισε τόν τού αρχιερέως δούλον καί απέκοψεν αυτού το ωτίον τό δεξιόν. ήν δέ όνομα τώ δούλω Μάλχος. είπεν ούν ο Ιησούς τώ Πέτρω. βάλε τήν μάχαιραν εις τήν θήκην. τό ποτήριον ό δέδωκέ μοι ο πατήρ, ού μή πίω αυτό ; 
Η ούν σπείρα καί ο χιλίαρχος καί οι υπηρέται των Ιουδαίων συνέλαβον τόν Ιησούν καί έδησαν αυτόν, και απήγαγον αυτόν πρός Άνναν πρώτον. ήν γάρ πενθερός τού Καϊάφα, ός ήν αρχιερεύς τού ενιαυτού εκείνου. ήν δέ Καϊάφας ο συμβουλεύσας τοίς Ιουδαίοις ότι συμφέρει ένα άνθρωπον απολέσθαι υπέρ του λαού. Ηκολούθει δέ τώ Ιησού Σίμων Πέτρος καί ο αλλος μαθητής. ο δέ μαθητής εκείνος ήν γνωστός τώ αρχιερεί, καί συνήλθε τώ Ιησού εις τήν αυλήν του αρχιερέως. ο δέ Πέτρος ειστήκει πρός τή θύρα έξω. εξήλθεν ούν ο μαθητής ο άλλος, ός ήν γνωστός τώ αρχιερεί, καί είπε τή θυρωρώ, καί εισήγαγε τόν Πέτρον. λέγει ούν η παιδίσκη η θυρωρός τώ Πέτρω : μή καί σύ εκ των μαθητών εί τού ανθρώπου τούτου ; λέγει εκείνος : ούκ ειμί. ειστήκεισαν δέ οι δούλοι καί οι υπηρέται ανθρακιάν πεποιηκότες, ότι ψύχος ήν, καί εθερμαίνοντο. ήν δέ μετ' αυτών ο Πέτρος εστώς και θερμαινόμενος.
Ο ούν αρχιερεύς ηρώτησε τόν Ιησούν περί τών μαθητών αυτού καί περί τής διδαχής αυτού. απεκρίθη αυτώ ο Ιησούς : εγώ παρρησία ελάλησα τώ κόσμω. εγώ πάντοτε εδίδαξα εν συναγωγή κα ί εν τώ ιερώ, όπου πάντοτε οι Ιουδαίοι συνέρχονται, καί εν κρυπτώ ελάλησα ουδέν. τί με επερωτάς ; επερώτησον τούς ακηκοότας τί ελάλησα αυτοίς. ίδε ούτοι οίδασιν ά είπον εγώ. ταύτα δέ αυτού ειπόντος είς τών υπηρετών παρεστηκώς έδωκε ράπισμα τώ Ιησού ειπών : ούτως αποκρίνη τώ αρχιερεί ; απεκρίθη αυτώ ο Ιησούς : εί κακώς ελάλησα, μαρτύρησον περί τού κακού. εί δέ καλώς, τί με δέρεις ; απέστειλεν αυτόν ο Άννας δεδεμένον πρός Καϊάφαν τόν αρχιερέα. 
 Ήν δέ Σίμων Πέτρος εστώς καί θερμαινόμενος. είπον ούν αυτώ : μή καί ού εκ τών μαθητών αυτού εί ; ηρνήσατο ούν εκείνος καί είπεν : ούκ ειμί. λέγει είς εκ τών δούλων τού αρχιερέως, συγγενής ών ού απέκοψε Πέτρος τό ωτίον : ούκ εγώ σε είδον εν τώ κήπω μετ' αυτού ; πάλιν ούν ηρνήσατο ο Πέτρος, καί ευθέως αλέκτωρ εφώνησεν.
Άγουσιν ούν τόν Ιησούν από τού Καϊάφα εις τό πραιτώριον. ήν δέ πρωί. καί αυτοί ούκ εισήλθον εις τό πραιτώριον, ίνα μή μιανθώσιν, αλλ' ίνα φάγωσι τό πάσχα. εξήλθεν ούν ο Πιλάτος πρός αυτούς και είπε :  τίνα κατηγορίαν φέρετε κατά τού ανθρώπου τούτου ; απεκρίθησαν και είπον αυτώ : ει μή ήν ούτος κακοποιός, ούκ άν σοι παρεδώκαμεν αυτόν. είπεν ούν αυτοίς ο Πιλάτος. λάβετε αυτόν υμείς καί κατά τόν νόμον υμών κρίνατε αυτόν. είπον ούν αυτώ οι Ιουδαίοι : ημίν ούκ έξεστιν αποκτείναι ουδένα. ίνα ο λόγος του Ιησού πληρωθή όν είπε σημαίνων ποίω θανάτω ήμελλεν αποθνήσκειν. Εισήλθεν ούν εις τό πραιτώριον πάλιν ο Πιλάτος καί εφώνησε τόν Ιησούν καί είπεν αυτώ : σύ εί ο βασιλεύς τών Ιουδαίων ; απεκρίθη αυτώ ο Ιησούς. αφ' εαυτού σύ τούτο λέγεις ή άλλοι σοι είπον περί εμού ; απεκρίθη ο Πιλάτος : μήτι εγώ Ιουδαίος είμι ; τό έθνος τό σόν καί οι αρχιερείς παρέδωκάν σε εμοί. τί εποίησας ; απεκρίθη Ιησούς : η βασιλεία η εμή ούκ έστιν εκ τού κόσμου τούτου. εί εκ τού κόσμου τούτου ήν η βασιλεία η εμή, οι υπηρέται άν οι εμοί ηγωνίζοντο, ίνα μή παραδοθώ τοίς Ιουδαίοις. νύν δέ η βασιλεία η εμή ούκ έστιν εντεύθεν. είπεν ούν αυτώ ο Πιλάτος. ουκούν βασιλεύς εί σύ ; απεκρίθη Ιησούς : σύ λέγεις ότι βασιλεύς είμι εγώ, εγώ εις τούτο γεγέννημαι καί εις τούτο ελήλυθα εις τόν κόσμον, ίνα μαρτυρήσω τή αληθεία. πάς ο ών εκ της αληθείας ακούει μου τής φωνής. λέγει αυτώ ο Πιλάτος : τί έστιν αλήθεια ; καί τούτο ειπών πάλιν εξήλθεν πρός τούς Ιουδαίους καί λέγει αυτοίς. εγώ ουδεμίαν αιτίαν ευρίσκω εν αυτώ. έστι δέ συνήθεια υμίν ίνα ένα υμίν απολύσω εν τώ πάσχα. βούλεσθε ούν υμίν απολύσω τόν βασιλέα τών Ιουδαίων ; εκραύγασαν ούν πάλιν πάντες λέγοντες : μή τούτον, αλλά τόν Βαραββάν. ήν δέ ο Βαραββάς ληστής.
Τότε ούν έλαβεν ο Πιλάτος τόν Ιησούν καί εμαστίγωσε. καί οι στρατιώται πλέξαντες στέφανον εξ ακανθών επέθηκαν αυτού τή κεφαλή, καί ιμάτιον πορφυρούν περιέβαλον αυτόν καί έλεγον : χαίρε ο βασιλεύς των Ιουδαίων. καί εδίδουν αυτώ ραπίσματα. εξήλθεν ούν πάλιν έξω ο Πιλάτος καί λέγει αυτοίς : ίδε άγω υμίν αυτόν έξω, ίνα γνώτε ότι εν αυτώ ουδεμίαν αιτίαν ευρίσκω. εξήλθεν ούν ο Ιησούς έξω φορών τόν ακάνθινον στέφανον καί τό πορφυρούν ιμάτιον, καί λέγει αυτοίς : ίδε ο άνθρωπος. ότε ούν είδον αυτόν οι αρχιερείς καί οι υπηρέται, εκραύγασαν λέγοντες σταύρωσον σταύρωσον αυτόν. λέγει αυτοίς ο Πιλάτος : λάβετε αυτόν υμείς καί σταυρώσατε. εγώ γάρ ούχ ευρίσκω εν αυτώ αιτίαν. απεκρίθησαν αυτώ οι Ιουδαίοι : ημείς νόμον έχομεν, καί κατά τόν νόμον ημών οφείλει αποθανείν, ότι εαυτόν Θεού υιόν εποίησεν. Ότε ούν ήκουσεν ο Πιλάτος τούτον τόν λόγον, μάλλον εφοβήθη, καί εισήλθεν εις τό πραιτώριον πάλιν καί λέγει τώ Ιησού : πόθεν εί σύ ;  ο δέ Ιησούς απόκρισιν ούκ έδωκεν αυτώ. λέγει ούν αυτώ ο Πιλάτος : εμοί ού λαλείς ; ούκ οίδας ότι εξουσίαν έχω σταυρώσαί σε καί εξουσίαν έχω απολύσαί σε ; απεκρίθη Ιησούς : ούκ είχες εξουσίαν ουδεμίαν κατ' εμού, εί μή ήν σοι δεδομένον άνωθεν. διά τούτο ο παραδιδούς μέ σοι μείζονα αμαρτίαν έχει. εκ τούτου εζήτει ο Πιλάτος απολύσαι αυτόν. οι δέ Ιουδαίοι έκραζον λέγοντες : εάν τούτον απολύσης, ούκ εί φίλος τού Καίσαρος. πάς ο βασιλέα εαυτόν ποιών αντιλέγει τώ Καίσαρι. ο ούν Πιλάτος ακούσας τούτον τόν λόγον ήγαγεν έξω τόν Ιησούν, καί εκάθισεν επί τού βήματος εις τόπον λεγόμενον Λιθόστρωτον, Εβραϊστί δέ Γαββαθά. ήν δέ παρασκευή του πάσχα, ώεα δέ ωσεί έκτη. καί λέγει τοίς Ιουδαίοις : ίδε ο βασιλεύς υμών. οί δέ εκραύγασαν : άρον άρον, σταύρωσον αυτόν. λέγει αυτοίς ο Πιλάτος τόν βασιλέα υμών σταυρώσω ; απεκρίθησαν οι αρχιερείς : ούκ έχομεν βασιλέα εί μή Καίσαρα. τότε ούν παρέδωκεν αυτόν αυτοίς ίνα σταυρωθή. 
Παρέλαβον δέ τόν Ιησούν καί ήγαγον καί βαστάζων τόν σταυρόν αυτού εξήλθεν εις τόν λεγόμενον κρανίου τόπον, ός λέγεται Εβραϊστί Γολγοθά, όπου αυτόν εσταύρωσαν, καί μετ' αυτού άλλους δύο εντεύθεν καί εντεύθεν, μέσον δέ τόν Ιησούν. έγραψε δέ καί τίτλον ο Πιλάτος καί έθηκεν επί τού σταυρού. ήν δέ γεγραμμένον. Ιησούς ο Ναζωραίος ο βασιλεύς τών Ιουδαίων. τούτον ούν τόν τίτλον πολλοί ανέγνωσαν τών Ιουδαίων, ότι εγγύς ήν τής πόλεως ο τόπος όπου εσταυρώθη ο Ιησούς. καί ήν γεγραμμένον Εβραϊστί, Ελληνιστί, Ρωμαϊστί. έλεγον ούν τώ Πιλάτω οι αρχιερείς των ιουδαίων : μή γράφε, ο βασιλεύς τών Ιουδαίων, αλλ' ότι εκείνος είπε, βασιλεύς είμι των Ιουδαίων. απεκρίθη ο Πιλάτος ό γεγραφα, γέγραφα. Οι ούν στρατιώται ότε εσταύρωσαν τόν Ιησούν, έλαβον τά ιμάτια αυτού καί εποίησαν τέσσαρα μέρη, εκάστω στρατιώτη μέρος, καί τόν χιτώνα. ήν δέ ο χιτών άρραφος, εκ τών άνωθεν υφαντός δι' όλου. είπον ούν πρός αλλήλους : μή σχίσομεν αυτόν, αλλά λάχωμεν περί αυτού τίνος έσται. ίνα η γραφή πληρωθή η λέγουσα : διεμερίσατο τά ιμάτιά μου εαυτοίς, καί επί τόν ιματισμόν μου έβαλον κλήρον.  
Οι μέν ούν στρατιώται ταύτα εποίησαν. ειστήκεισαν δέ παρά τώ σταυρώ τού Ιησού η μήτηρ αυτού καί η αδελφή τής μητρός αυτού, Μαρία η τού Κλωπά και Μαρία η Μαγδαληνή. Ιησούς ούν ιδών τήν μητέρα καί τόν μαθητήν παρεστώτα όν ηγάπα, λέγει τή μητρί αυτού : γύναι, ίδε ο υιός σου. είτα λέγει τώ μαθητή. ιδού η μήτηρ σου. καί απ' εκείνης τής ώρας έλαβεν ο μαθητής αυτήν εις τά ίδια. Μετά τούτο ειδώς ο Ιησούς ότι πάντα ήδη τετέλεσται, ίνα τελειωθή η γραφή, λέγει : διψώ. σκεύος ούν έκειτο όξους μεστόν. οι δέ πλήσαντες  σπόγγον όξους καί υσσώπω περιθέντες προσήνεγκαν αυτού τώ στόματι. ότε ούν έλαβε τό όξος ο Ιησούς είπε, τετέλεσται, καί κλίνας τήν κεφαλήν παρέδωκε το πνεύμα.
Οι ούν Ιουδαίοι, ίνα μή μείνη επί τού σταυρού τά σώματα εν τώ σαββάτω, επεί παρασκευή ήν. ήν γάρ μεγάλη η ημέρα εκείνου τού σαββάτου. ηρώτησαν τόν Πιλάτον ίνα κατεαγώσιν αυτών τά σκέλη, καί αρθώσιν. ήλθον ούν οι στρατιώται, καί τού μέν πρώτου κατέαξαν τά σκέλη καί τού άλλου τού συσταυρωθέντος αυτώ. επί δέ τόν Ιησούν ελθόντες ως είδον αυτόν ήδη τεθνηκότα, ού κατέαξαν αυτού τά σκέλη, αλλ' είς τών στρατιωτών λόγχη αυτού τήν πλευράν ένυξε, καί ευθέως εξήλθεν αίμα καί ύδωρ. καί ο εωρακώς μεμαρτύρηκε, καί αληθινή αυτού έστιν η μαρτυρία, κακείνος οίδεν ότι αληθή λέγει, ίνα καί υμείς πιστεύσητε. εγένετο γάρ ταύτα, ίνα η γραφή πληρωθή, οστούν ού συντριβήσεται αυτού. καί πάλιν ετέρα γραφή λέγει : όψονται εις όν εξεκέντησαν. Μετά δέ ταύτα ηρώτησε τόν Πιλάτον Ιωσήφ ο από Αριμαθαίας, ών μαθητής τού Ιησού, κεκρυμμένος δέ διά τόν φόβον τών Ιουδαίων, ίνα άρη τό σώμα τού Ιησού. καί επέτρεψεν ο Πιλάτος . ήλθεν ούν καί ήρε τό σώμα τού Ιησού. ήλθε δέ καί Νικόδημος ο ελθών πρός τόν Ιησούν νυκτός τό πρώτον, φέρων μίγμα σμύρνης καί αλόης ως λίτρας εκατόν. έλαβον ούν τό σώμα τού Ιησού καί έδησαν αυτό εν οθονίοις μετά τών αρωμάτων, καθώς έθος εστί τοίς Ιουδαίοις ενταφιάζειν. ήν δέ εν τώ τόπω όπου εσταυρώθη κήπος, καί εν τώ κήπω μνημείον κοινόν, εν ώ ουδέπω ουδείς ετέθη. εκεί ούν διά την παρασκευήν τών Ιουδαίων, ότι εγγύς ήν τό μνημείον, έθηκαν τόν Ιησούν.
Τή δέ μιά τών σαββάτων Μαρία Μαγδαληνή έρχεται πρωί σκοτίας έτι ούσης εις τό μνημείον, καί βλέπει τόν λίθον ηρμένον εκ τού μνημείου. τρέχει ούν καί έρχεται πρός Σίμωνα Πέτρον καί πρός τόν άλλον μαθητήν όν εφίλει ο Ιησούς, καί λέγει αυτοίς : ήραν τόν Κύριον εκ τού μνημείου, καί ούκ οίδαμεν πού έθηκαν αυτόν. εξήλθεν ούν ο Πέτρος καί ο άλλος μαθητής καί ήρχοντο εις τό μνημείον. έτρεχον δέ οι δύο ομού. καί ο άλλος μαθητής προσέδραμε τάχιον τού Πέτρου καί ήλθε πρώτος εις τό μνημείον, καί παρακύψας βλέπει κείμενα τά οθόνια, ού μέντοι εισήλθεν. έρχεται ούν Σίμων Πέτρος ακολουθών αυτώ, καί εισήλθεν εις τό μνημείον καί θεωρεί τά οθόνια κείμενα. καί τό σουδάριον, ό ήν επί τής κεφαλής αυτού, ού μετά τών οθονίων κείμενον, αλλά χωρίς εντετυλιγμένον εις ένα τόπον. τότε ούν εισήλθε καί ο άλλος μαθητής ο ελθών πρώτος εις τό μνημείον, καί οίδε καί επίστευσεν. ουδέπω γάρ ήδεισαν τήν γραφήν ότι δεί αυτόν εκ νεκρών αναστήναι. απήλθον ούν πάλιν πρός εαυτούς οι μαθηταί. 
Μαρία δέ ειστήκει πρός τώ μνημείω κλαίουσα έξω. ως ούν έκλαιε, παρέκυψεν εις τό μνημείον καί θεωρεί δύο αγγέλους εν λευκοίς καθεζομένους, ένα πρός τή κεφαλή καί ένα πρός τοίς ποσίν, όπου έκειτο τό σώμα τού Ιησού. καί λέγουσιν αυτή εκείνοι : γύναι, τί κλαίεις ; λέγει αυτοίς : ότι ήραν τόν Κύριόν μου, καί ούκ οίδα πού έθηκαν αυτόν. καί ταύτα ειπούσα εστράφη εις τά οπίσω, καί θεωρεί τόν Ιησούν εστώτα καί ούκ ήδει ότι Ιησούς έστι. λέγει αυτή Ιησούς : γύναι, τί κλαίεις ; τίνα ζητείς ; εκείνη δοκούσα ότι ο κηπουρός έστι, λέγει αυτώ : κύριε, ει σύ εβάστασας αυτόν, ειπέ μοι πού έθηκας αυτόν, καγώ αυτόν αρώ. λέγει αυτή Ιησούς : Μαρία. στραφείσα εκείνη λέγει αυτώ : ραββουνί, ό λέγεται, διδάσκαλε. λέγει αυτή ο Ιησούς : μή μου άπτου. ούπω γάρ αναβέβηκα πρός τόν πατέρα μου. πορεύου δέ πρός τούς αδελφούς μου καί ειπέ αυτοίς : αναβαίνω πρός τόν πατέρα μου και πατέρα υμών, καί Θεόν μου και Θεόν υμών. έρχεται Μαρία η Μαγδαληνή απαγγέλουσα τοίς μαθηταίς ότι εώρακε τόν Κύριον, καί ταύτα είπεν αυτή. 
Ούσης ούν οψίας τή ημέρα εκείνη τή μιά τών σαββάτων, καί τών θυρών κεκλεισμένων όπου ήσαν οι μαθηταί συνηγμένοι διά τόν φόβον τών Ιουδαίων, ήλθεν ο Ιησούς καί έστη εις τό μέσον, καί λέγει αυτοίς : ειρήνη υμίν. καί τούτο ειπών έδειξεν αυτοίς τάς χείρας καί τήν πλευράν αυτού. εχάρησαν ούν οι μαθηταί ιδόντες τόν Κύριον. είπεν ούν αυτοίς ο Ιησούς πάλιν : ειρήνη υμίν. καθώς απέσταλκέ με ο πατήρ, καγώ πέμπω υμάς. καί τούτο ειπών ενεφύσησε καί λέγει αυτοίς : λάβετε Πνεύμα Άγιον. άν τινων αφήτε τάς αμαρτίας, αφίενται αυτοίς, άν τινων κρατήτε, κεκράτηνται. Θωμάς δε είς εκ τών δώδεκα, ο λεγόμενος Δίδυμος, ούκ ήν μετ' αυτών ότε ήλθεν ο Ιησούς. έλεγον ούν αυτώ οι άλλοι μαθηταί : εψράκαμεν τόν Κύριον. ο δέ είπεν αυτοίς : εάν μή ίδω εν ταίς χερσίν αυτού τόν τύπον τών ήλων, καί βάλω τόν δάκτυλόν μου εις τόν τύπον τών ήλων, καί βάλω τήν χείρά μου εις τήν πλευράν αυτού, ού μή πιστεύσω. 
Καί μεθ' ημέρας οκτώ πάλιν ήσαν έσω οι μαθηταί αυτού καί ο Θωμάς μετ' αυτών. έρχεται ο Ιησούς τών θυρών κεκλεισμένων, καί έστη εις τό μέσον καί είπεν : ειρήνη υμίν. είτα λέγει τώ Θωμά : φέρε τόν δάκτυλόν σου ώδε καί ίδε τάς χείράς μου, καί φέρε τήν χείρά σου καί βάλε εις τήν πλευράν μου, καί μή γίνου άπιστος, αλλά πιστός. καί απεκρίθη Θωμάς καί είπεν αυτώ : ο Κύριός μου καί ο Θεός μου. λέγει αυτώ ο Ιησούς : ότι εώρακάς με, πεπίστευκας. μακάριοι οι μή ιδόντες καί πιστεύσαντες.
Πολλά μέν ούν καί άλλα σημεία εποίησεν ο Ιησούς ενώπιον τών μαθητών αυτού, ά ούκ έστι γεγραμμένα εν τώ βιβλίω τούτω. ταύτα δέ γέγραπται ίνα πιστεύσητε ότι Ιησούς έστιν ο Χριστός ο υιός τού Θεού, καί ίνα πιστεύοντες ζωήν έχητε εν τω ανόματι αυτού. 
Μετά ταύτα εφανέρωσεν εαυτόν πάλιν ο Ιησούς τοίς μαθηταίς επί τής θαλάσσης τής Τιβεριάδος. εφανέρωσε δέ ούτως. ήσαν ομού Σίμων Πέτρος, καί Θωμάς ο λεγόμενος Δίδυμος, καί Ναθαναήλ ο από Κανά της Γαλιλαίας, καί οι τού Ζεβεδαίου, καί άλλοι εκ τών μαθητών αυτού δύο. λέγει αυτοίς Σίμων Πέτρος : υπάγω αλιεύειν. λέγουσιν αυτώ : ερχόμεθα καί ημείς σύν σοί. εξήλθον καί ανέβησαν εις τό πλοίον ευθύς, καί εν εκείνη τή νυκτί επίασαν ουδέν. πρωίας δέ ήδη γενομένης έστη ο Ιησούς εις τόν αιγιαλόν. ού μέντοι ήδεισαν οι μαθηταί ότι Ιησούς έστι. λέγει ούν αυτοίς ο Ιησούς : παιδία, μή τι προσφάγιον έχετε ; απεκρίθησαν αυτώ : ού. ο δέ είπεν αυτοίς : βάλετε εις τά δεξιά μέρη τού πλοίου τό δίκτυον, καί ευρήσετε. έβαλον ούν, καί ουκέτι αυτό ελκύσαι ίσχυσαν              από τού πλήθους τών ιχθύων. λέγει ούν ο μαθητής εκείνος, όν ηγάπα ο Ιησούς, τώ Πέτρω : ο Κύριός έστι. Σίμων ούν Πέτρος ακούσας ότι Κύριός έστι, τόν επενδύτην διεζώσατο. ήν γάρ γυμνός. καί έβαλεν εαυτόν εις τήν θάλασσαν. οι δέ άλλοι μαθηταί τώ πλοιαρίω ήλθον. ού γάρ ήσαν μακράν από τής γής, αλλ' ως από πηχών διακοσίων. σύροντες τό δίκτυον τών ιχθύων. ως ούν απέβησαν εις τήν γήν, βλέπουσιν ανθρακιάν κειμένην καί οψάριον επικείμενον καί άρτον. λέγει αυτοίς ο Ιησούς : ενέγκατε από τών οψαρίων ών επιάσατε νύν. ανέβη Σίμων Πέτρος καί είλκυσε τό δίκτυον επί τής γής, μεστόν ιχθύων μεγάλων εκατόν πεντήκοντα τριών. καί τοσούτων όντων ούκ εσχίσθη τό δίκτυον. λέγει αυτοίς ο Ιησούς : δεύτε αριστήσατε. ουδείς δέ ετόλμα τών μαθητών εξετάσαι αυτόν σύ τίς εί, ειδότες ότι ο Κύριός έστιν. έρχεται ούν ο Ιησούς καί λαμβάνει τόν άρτον καί δίσωσιν αυτοίς καί τό οψάριον ομοίως. Τούτο ήδη τρίτον εφανερώθη ο Ιησούς τοίς μαθηταίς αυτού εγερθείς εκ νεκρών.
Ότε ούν ηρίστησαν, λέγει τώ Σίμωνι Πέτρω ο Ιησούς : Σίμων Ιωνά, αγαπάς με πλείον τούτων ; λέγει αυτώ : ναί, Κύριε, σύ οίδας ότι φιλώ σε. λέγει αυτώ : βόσκε τά αρνία μου. λέγει αυτώ πάλιν δεύτερον : Σίμωνα Ιωνά, αγαπάς με ; λέγει αυτώ : ναί, Κύριε, σύ οίδας ότι φιλώ σε. λέγει αυτώ : ποίμαινε τά πρόβατά μου. λέγει αυτώ τό τρίτον : Σίμων Ιωνά, φιλείς με ; ελυπήθη ο Πέτρος ότι είπεν αυτώ τό τρίτον, φιλείς με, καί είπεν αυτώ : Κύριε, σύ πάντα οίδας, σύ γινώσκεις ότι φιλώ σε. λέγει αυτώ ο Ιησούς : βόσκε τά πρόβατά μου. αμήν αμήν λέγω σοί, ότε ής νεώτερος εζώννυες σεαυτόν καί περιεπάτεις όπου ήθελες.όταν δέ γηράσης, εκτενείς τάς χείράς σου, καί άλλος σε ζώσει, καί οίσει όπου ού θέλεις. τούτο δέ είπε σημαίνων ποίω θανάτω δοξάσει τόν Θεόν. καί τούτο ειπών λέγει αυτώ : ακολούθει μοι. επιστραφείς δέ ο Πέτρος βλέπει τόν μαθητήν όν ηγάπα ο Ιησούς ακολουθούντα, ός καί ανέπεσεν εν τώ δείπνω επί τό στήθος αυτού καί είπε : Κύριε, τίς έστιν ο παραδιδούς σε ; τούτον ιδών ο Πέτρος λέγει τώ Ιησού : Κύριε, ούτος δέ τί ; λέγει αυτώ ο Ιησούς : εάν αυτόν θέλω μένειν έως έρχομαι, τί πρός σέ ; σύ ακολούθει μοι. εξήλθεν ούν ο λόγος ούτος εις τούς αδελφούς ότι ο μαθητής εκείνος ούκ αποθνήσκει. καί ούκ είπεν αυτώ ο Ιησούς ότι ούκ αποθνήσκει, αλλ' εάν αυτόν θέλω μένειν έως έρχομαι, τί πρός σέ ; 
Ούτος έστιν ο μαθητής ο μαρτυρών περί τούτων καί γράψας ταύτα, καί οίδαμεν ότι αληθής έστιν η μαρτυρία αυτού. έστι δέ καί άλλα πολλά όσα εποίησεν ο Ιησούς, άτινα εάν γράφηται καθ' έν, ουδέ αυτόν οίμαι τόν κόσμον χωρήσαι τά γραφόμενα βιβλία. αμήν.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.