Αγαπητέ Αναγνώστα, παρουσιάζω το ως άνω βιβλίον, αποτελούμενον από μικράς εκτάσεως κείμενα
του συγγραφέως δημοσιευθέντα μεταξύ των ετών 2008 έως 2011, επειδή,
μόλον ότι αποτελούν κείμενα οικονομικά, υπό στενήν έννοιαν του όρου,
ωστόσο αποκαλύπτουν τους τρόπους, τους οποίους χρησιμοποιεί ο σατανάς-διάβολος-πάνας-άδωνις-ιαπετός-ιαχβέ-άτον-χάτον- κλπ, δια του ... αποκλειστικού "εμπορικού" Αντιπροσώπου του επί της επιφανείας της Γης, ήτοι της οικογένειας ρότσιλντ, προς ... έλεγχον και κατατυρράνησιν της Ανθρωπότητος !
Το παρασκήνιο του χρηματιστηριακού
στοιχήματος,
που άλλαξε τον κόσμο.-
17 Νοεμβρίου 2008
(Συνέχεια εκ της προηγουμένης ομοίας αναρτήσεως)
Σύντομα, τα προϊόντα αυτά προέτρεψαν επενδυτές να στοιχηματίσουν σε αναδυόμενες αγορές με υψηλό ρίσκο, στη Λατινική Αμερική και τη Ρωσία, ασφαλίζοντας τα δάνειά τους.
Αργότερα, η κατάρρευση των Enron και WorldCom χρησιμοποιήθηκε από την J.P.Morgan ως απόδειξη ότι το χρέος έπρεπε να ασφαλίζεται και να πωλείται στις αγορές κεφαλαίου. Τότε, το αμερικανικό Κογκρέσο έδωσε το πράσινο φως για τη δημιουργία τής χωρίς εποπτεία διεθνούς αγοράς των CDS, η οποία από 100 δισ. δολάρια το 2000 έφτασε στα 6,4 τρισ. το 2004. Ποιός όμως άσκησε πίεση στο Κογκρέσο, ώστε να εγκρίνει μια τόσο πολύπλοκη αγορά στοιχημάτων ρίσκου, η οποία σε όλο το διάστημα του εικοστού αιώνα ήταν, με βάση την ισχύουσα νομοθεσία, παράνομη ;
Κατ' αρχάς η J.P.Morgan, η οποία και θα ήταν η πιο κερδισμένη από μια τέτοια εξέλιξη. Κατά δεύτερον, η ίδια η FED με το σκεπτικό ότι θα εξυπηρετούνταν η J.P.Morgan, με την οποία διατηρεί άριστες και στενές σχέσεις, και με την δικαιολογία ότι θα επιτυγχανόταν μια "διασπορά κινδύνου", που θα ενίσχυε τη φερεγγυότητα και την ανθεκτικότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος.
Και ποιά ήταν η βασική υποχρέωση του Κογκρέσου ; Να εξετάσει πάρα πολύ προσεκτικά την συγκεκριμένη περίπτωση και να την απορρίψει, υποδεικνύοντας το αυτονόητο : πρόκειται για μια αγορά τζόγου, που βρίσκεται στην καρδιά του χρηματοπιστωτικού συστήματος και το αφήνει εκτεθειμένο και απροστάτευτο σε περίπτωση που ένας σημαντικός αριθμός δανειοληπτών βρεθούν σε αδυναμία αποπληρωμής των χρεών τους.
Η αγορά αυτή δε μειώνει το ρίσκο, αλλά το μεταφέρει σε ένα τεράστιο εύρος εντός και εκτός του χρηματιστηριακού συστήματος, καθιστώντας το υπερβολικά ευαίσθητο σε περίπτωση "μόλυνσης". Όσοι, λοιπόν, σήμερα κάνουν λόγο για μεγαλύτερο κρατικό έλεγχο έχουν δίκιο μόνο κατά το ήμισυ, καθώς ξεχνούν πως χωρίς κρατική έγκριση δεν θα είχε υπάρξει ποτέ η συγκεκριμένη αγορά CDS.
Αντίθετα, η αγορά εγκρίθηκε το 2000, μόλις δύο χρόνια μετά την αδυναμία αποπληρωμής του χρέους του από το πακιστάν, ύψους 300 εκ. δολαρίων σε ευρωομόλογα, την αδυναμία αποπληρωμής του χρέους της από την πλευρά της Ρωσίας, ύψους 9,7 δισ. δολαρίων, και της Βενεζουέλας, ύψους 270 εκ. δολαρίων. Της έγκρισης του Κογκρέσου προηγήθηκε η απογείωση σε επίπεδο ρεκόρ δεκαετίας και σε ένα από τα υψηλότερα από το Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο του ποσοστού των εταιρικών δανείων που καλύπτονταν από την έκδοση ομολόγων και κατέληγαν απλήρωτα.
Λίγο καιρό μετά την έγκριση του Κογκρέσου για την κανονική λειτουργία της αγοράς αυτής, ακολούθησε απογείωση της αγοράς ακινήτων, με την FED να μειώνει τα επιτόκια σε ιστορικά χαμηλά επίπεδα και να προκαλεί τη φούσκα δανεισμού και πίστωσης πάνω στην οποία αναπτύχθηκε και η φούσκα των στοιχημάτων ασφάλισης των δανείων. Τα δάνεια ενώνονταν και στη συνέχεια τέμνονταν σε ομόλογα, τα οποία αγοράζονταν από κάθε είδους ιδρύματα : επενδυτικές τράπεζες, εμπορικές τράπεζες, hedge funds, συνταξιοδοτικά ταμεία.
Η πλειονότητα αυτών των συνδεδεμένων με δάνεια ομολόγων ασφαλιζόταν μέσω των CDS, για την περίπτωση που οι δανειολήπτες θα αδυνατούσαν να ανταπεξέλθουν στις υποχρεώσεις τους. Καμία από τις εταιρείες που τα διέθεταν δεν είχε υποχρέωση να έχει αποθεματικά κεφάλαια για την περίπτωση που όντως χρειαζόταν να πληρώσει όσους είχαν στοιχηματίσει στην αδυναμία αποπληρωμής τους. Το εμπόριο των CDS ήταν σχεδόν μονοπωλιακό μεταξύ ελάχιστων εταιρειών. Τη μερίδα του λέοντος κατείχε η J.P.Morgan και ακολουθούσαν οι Goldman Sachs, Morgan Stanley και Deutsche Bank. Οι πρώτες τρεις τράπεζες συνδέονται άρρηκτα μεταξύ τους από την ίδρυσή τους. Πολύ μεγάλους δεσμούς μαζί τους διατηρεί και η Deutsche Bank. Σύμφωνα με τον οίκο Fitch, οι τράπεζες αυτές ελέγχουν περισσότερο από τα δύο τρίτα της αγοράς CDS, κερδίζοντας επί σειρά ετών τεράστια ποσά.
Σύντομα, εταιρείες όπως η AIG μπήκαν στο χορό και έπαψαν να είναι απλώς ασφαλιστικές, αλλά μετατράπηκαν σε πρακτορεία στοιχημάτων που εξέδιδαν τα CDS. Στα τέλη Μαίου του 2008, η Moody's, η Standart & Poor's (S&P) και η Fitch υποβάθμισαν τη Lehman και αυτό διπλασίασε το κόστος ασφάλισης των χρεών τους, όπως είχε συμβεί και τον Μάρτιο του 2008 με την Bear Stearns. Ακολούθησε η πτώxευση της Bear Stearns και η παροχή δανείου 55 δισ. δολαρίων από την FED στην J.P.Morgan για την εξαγορά της πρώτης από την δεύτερη. Στην πορεία, η J.P.Morgan έλαβε και νέο δάνειο από την FED, προκειμένου να εξαγοράσει την Washington Mutual Bank, και εν μέσω της κρίσης βρέθηκε να ισχυροποιεί τη θέση της σε τεράστιο βαθμό.
Μέσα σε μια ελεύθεη αγορά είναι λογικό ο συνετότερος και προσεκτικότερος, αυτός που κατάφερε να αποφύγει τα προβλήματα και τους κινδύνους, να υπερισχύσει του απρόσεκτου και επιπόλαιου, αυτού που ανέλαβε μεγάλα χωρίς να υπολογίσει σωστά τις συνέπειες. Έτσι, θα μπορούσε να πει κανείς ότι οι εξαγορές κάποιων απρόσεκτων εταιρειών από την J.P.Morgan δικαιολογούνται.
Ίσως αυτό να ίσχυε αν πράγματι η J.P.Morgan ήταν συνετότερη και προσεκτικότερη. Στη σελίδα είκοσι τέσσερα της επίσημης τριμηνιαίας έκδοσης παράγωγων προϊόντων ωστόσο διαβάζουμε ότι η J.P.Morgan είναι, χωρίς σύγκριση, ο μεγαλύτερος παίκτης στον κόσμο στην αγορά παραγώγων με λογιστικές αξίες από παράγωγα ύψους 90 τρισ. δολαρίων. Το 9 % από αυτά είναι παράγωγα δανείων. Δηλαδή η J.P.Morgan κρατάει στα χέρια της μια ωρολογιακή βόμβα, ύψους 8,1 τρισ. δολαρίων, και όχι μόνο δεν κατέρρευσε από την πρόσφατη κρίση, αλλά παίζει το ρόλο του σωτήρα και αγοραστή άλλων τραπεζών-κολοσσών, πάντα με την βοήθεια της FED. Πόσο μεγάλη όμως είναι η μερίδα ευθύνης των "σωτήρων" στη δημιουργία της παγκόσμιας κρίσης ;
Αργότερα, η κατάρρευση των Enron και WorldCom χρησιμοποιήθηκε από την J.P.Morgan ως απόδειξη ότι το χρέος έπρεπε να ασφαλίζεται και να πωλείται στις αγορές κεφαλαίου. Τότε, το αμερικανικό Κογκρέσο έδωσε το πράσινο φως για τη δημιουργία τής χωρίς εποπτεία διεθνούς αγοράς των CDS, η οποία από 100 δισ. δολάρια το 2000 έφτασε στα 6,4 τρισ. το 2004. Ποιός όμως άσκησε πίεση στο Κογκρέσο, ώστε να εγκρίνει μια τόσο πολύπλοκη αγορά στοιχημάτων ρίσκου, η οποία σε όλο το διάστημα του εικοστού αιώνα ήταν, με βάση την ισχύουσα νομοθεσία, παράνομη ;
Κατ' αρχάς η J.P.Morgan, η οποία και θα ήταν η πιο κερδισμένη από μια τέτοια εξέλιξη. Κατά δεύτερον, η ίδια η FED με το σκεπτικό ότι θα εξυπηρετούνταν η J.P.Morgan, με την οποία διατηρεί άριστες και στενές σχέσεις, και με την δικαιολογία ότι θα επιτυγχανόταν μια "διασπορά κινδύνου", που θα ενίσχυε τη φερεγγυότητα και την ανθεκτικότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος.
Και ποιά ήταν η βασική υποχρέωση του Κογκρέσου ; Να εξετάσει πάρα πολύ προσεκτικά την συγκεκριμένη περίπτωση και να την απορρίψει, υποδεικνύοντας το αυτονόητο : πρόκειται για μια αγορά τζόγου, που βρίσκεται στην καρδιά του χρηματοπιστωτικού συστήματος και το αφήνει εκτεθειμένο και απροστάτευτο σε περίπτωση που ένας σημαντικός αριθμός δανειοληπτών βρεθούν σε αδυναμία αποπληρωμής των χρεών τους.
Η αγορά αυτή δε μειώνει το ρίσκο, αλλά το μεταφέρει σε ένα τεράστιο εύρος εντός και εκτός του χρηματιστηριακού συστήματος, καθιστώντας το υπερβολικά ευαίσθητο σε περίπτωση "μόλυνσης". Όσοι, λοιπόν, σήμερα κάνουν λόγο για μεγαλύτερο κρατικό έλεγχο έχουν δίκιο μόνο κατά το ήμισυ, καθώς ξεχνούν πως χωρίς κρατική έγκριση δεν θα είχε υπάρξει ποτέ η συγκεκριμένη αγορά CDS.
Αντίθετα, η αγορά εγκρίθηκε το 2000, μόλις δύο χρόνια μετά την αδυναμία αποπληρωμής του χρέους του από το πακιστάν, ύψους 300 εκ. δολαρίων σε ευρωομόλογα, την αδυναμία αποπληρωμής του χρέους της από την πλευρά της Ρωσίας, ύψους 9,7 δισ. δολαρίων, και της Βενεζουέλας, ύψους 270 εκ. δολαρίων. Της έγκρισης του Κογκρέσου προηγήθηκε η απογείωση σε επίπεδο ρεκόρ δεκαετίας και σε ένα από τα υψηλότερα από το Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο του ποσοστού των εταιρικών δανείων που καλύπτονταν από την έκδοση ομολόγων και κατέληγαν απλήρωτα.
Λίγο καιρό μετά την έγκριση του Κογκρέσου για την κανονική λειτουργία της αγοράς αυτής, ακολούθησε απογείωση της αγοράς ακινήτων, με την FED να μειώνει τα επιτόκια σε ιστορικά χαμηλά επίπεδα και να προκαλεί τη φούσκα δανεισμού και πίστωσης πάνω στην οποία αναπτύχθηκε και η φούσκα των στοιχημάτων ασφάλισης των δανείων. Τα δάνεια ενώνονταν και στη συνέχεια τέμνονταν σε ομόλογα, τα οποία αγοράζονταν από κάθε είδους ιδρύματα : επενδυτικές τράπεζες, εμπορικές τράπεζες, hedge funds, συνταξιοδοτικά ταμεία.
Η πλειονότητα αυτών των συνδεδεμένων με δάνεια ομολόγων ασφαλιζόταν μέσω των CDS, για την περίπτωση που οι δανειολήπτες θα αδυνατούσαν να ανταπεξέλθουν στις υποχρεώσεις τους. Καμία από τις εταιρείες που τα διέθεταν δεν είχε υποχρέωση να έχει αποθεματικά κεφάλαια για την περίπτωση που όντως χρειαζόταν να πληρώσει όσους είχαν στοιχηματίσει στην αδυναμία αποπληρωμής τους. Το εμπόριο των CDS ήταν σχεδόν μονοπωλιακό μεταξύ ελάχιστων εταιρειών. Τη μερίδα του λέοντος κατείχε η J.P.Morgan και ακολουθούσαν οι Goldman Sachs, Morgan Stanley και Deutsche Bank. Οι πρώτες τρεις τράπεζες συνδέονται άρρηκτα μεταξύ τους από την ίδρυσή τους. Πολύ μεγάλους δεσμούς μαζί τους διατηρεί και η Deutsche Bank. Σύμφωνα με τον οίκο Fitch, οι τράπεζες αυτές ελέγχουν περισσότερο από τα δύο τρίτα της αγοράς CDS, κερδίζοντας επί σειρά ετών τεράστια ποσά.
Σύντομα, εταιρείες όπως η AIG μπήκαν στο χορό και έπαψαν να είναι απλώς ασφαλιστικές, αλλά μετατράπηκαν σε πρακτορεία στοιχημάτων που εξέδιδαν τα CDS. Στα τέλη Μαίου του 2008, η Moody's, η Standart & Poor's (S&P) και η Fitch υποβάθμισαν τη Lehman και αυτό διπλασίασε το κόστος ασφάλισης των χρεών τους, όπως είχε συμβεί και τον Μάρτιο του 2008 με την Bear Stearns. Ακολούθησε η πτώxευση της Bear Stearns και η παροχή δανείου 55 δισ. δολαρίων από την FED στην J.P.Morgan για την εξαγορά της πρώτης από την δεύτερη. Στην πορεία, η J.P.Morgan έλαβε και νέο δάνειο από την FED, προκειμένου να εξαγοράσει την Washington Mutual Bank, και εν μέσω της κρίσης βρέθηκε να ισχυροποιεί τη θέση της σε τεράστιο βαθμό.
Μέσα σε μια ελεύθεη αγορά είναι λογικό ο συνετότερος και προσεκτικότερος, αυτός που κατάφερε να αποφύγει τα προβλήματα και τους κινδύνους, να υπερισχύσει του απρόσεκτου και επιπόλαιου, αυτού που ανέλαβε μεγάλα χωρίς να υπολογίσει σωστά τις συνέπειες. Έτσι, θα μπορούσε να πει κανείς ότι οι εξαγορές κάποιων απρόσεκτων εταιρειών από την J.P.Morgan δικαιολογούνται.
Ίσως αυτό να ίσχυε αν πράγματι η J.P.Morgan ήταν συνετότερη και προσεκτικότερη. Στη σελίδα είκοσι τέσσερα της επίσημης τριμηνιαίας έκδοσης παράγωγων προϊόντων ωστόσο διαβάζουμε ότι η J.P.Morgan είναι, χωρίς σύγκριση, ο μεγαλύτερος παίκτης στον κόσμο στην αγορά παραγώγων με λογιστικές αξίες από παράγωγα ύψους 90 τρισ. δολαρίων. Το 9 % από αυτά είναι παράγωγα δανείων. Δηλαδή η J.P.Morgan κρατάει στα χέρια της μια ωρολογιακή βόμβα, ύψους 8,1 τρισ. δολαρίων, και όχι μόνο δεν κατέρρευσε από την πρόσφατη κρίση, αλλά παίζει το ρόλο του σωτήρα και αγοραστή άλλων τραπεζών-κολοσσών, πάντα με την βοήθεια της FED. Πόσο μεγάλη όμως είναι η μερίδα ευθύνης των "σωτήρων" στη δημιουργία της παγκόσμιας κρίσης ;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.