Παρουσιάζω, ώ Αναγνώστα, το ως άνω βιβλίον, εκδοθέν το έτος 2005 εν Αθήναις υπό του Οίκου εκδόσεως βιβλίων "ΗΛΕΚΤΡΟΝ".
2. Σχετικώς προς την ορολογίαν
"ομοφυλοφιλία (η) νεώτ. γενετήσιος δια-
στροφή καθ' ήν επιδιώκει τις την ικανοποίησιν
του ερωτικού αυτού ενστίκτου επί προσώπου του
αυτού φύλου, ερωτική σχέσις προς άτομον του
αυτού φύλου, πρβλ αρσενοκοιτία, λεσβιασμός".
(Δ. Δημητράκος : "Λεξικόν Ελληνικής Γλώσσης"
τόμος 10ος, σελ. 5144)
Η ΓΕΝΕΤΗΣΙΟΣ ΔΙΑΣΤΡΟΦΗ ΤΗΣ ΟΜΟΦΥΛΟΦΙΛΙΑΣ ΔΙΑΤΥΠΟΥΤΑΙ με νέα ονόματα. Έτσι την ονομάζουν "ιδιαιτερότητα", "διαταραχή σεξουαλικής ταυτότητας", "σεξουαλική επιλογή". Αλλάζουν αι λέξεις, προς λεκτικήν ωραιοποίησιν μιάς διαστροφής, της οποίας μεταβάλλουν το όνομα, αλλ' όχι την ουσίαν. Τα σκατά και άν τα ειπήτε κόπρανα ή περιττώματα, ο κόσμος όλος εννοεί τα σκατά, διότι αυτή η λέξις κοινώς τα εκφράζει. Έτσι, όταν λέγετε ομοφυλόφιλος, το μυαλό όλων εννοεί τον πούστην, διότι αυτή η λέξις κοινώς τον εκφράζει και να μη σας ενοχλή, διότι είναι καθιερωμένη και την αναφέρει το "Αντιλεξικόν" του Θ. Βοσταντζόγλου (β΄ έκδ. Αθ. 1962, σελ. 282).
Η "σεξουαλικότης" στα Αρχαία Ελληνικά εκαλείτο "αφροδισία", ενώ οι όροι"ομοφυλόφιλος" και "ετεροφυλόφιλος" δεν εχρησιμοποιούντο στην Aρχαιότητα.
Πρώτος τους μετεχειρίσθη ο Γερμανός Μπέν/κερτ το 1868, με την σύνθεσιν Ελληνικών λέξεων (όμοιος+φύλο+φίλος) και από τότε καθιερώθησαν. Κατά τον θεμελιωτή του όρου "ομοφυλοφιλία" αυτή οφείλεται εις "ορμήν", η οποία απωθεί, από το αντίθετον φύλον και στο "θύμα αυτού του πάθους" επιβάλλονται τα συναισθήματα, που του ασκούν άτομα του ιδίου φύλου.
Ο παθητικός ομοφυλόφιλος (ανήρ, που προσποιείται την γυναίκα) στην Αρχαίαν Ελλάδα εκαλείτο "καταπύγων" (εκ του κατά+πυγή, που σημαίνει πρωκτός) ή κατάπρωκτος, ενώ ο ενεργητικός ομοφυλόφιλος (ανήρ, που συνευρίσκεται με άνδρα) εκαλείτο αρσενοκοίτης. Η λέξις επίσης σημαίνει : "τον ακόλαστον άνθρωπον" (J. Hofman : "Ετυμολογικόν Λεξικόν Αρχαίας Ελληνικής, Ελλ. έκδ. Αθ. 1974, σελ. 166).
Ο όρος στα λατινικά ήτο "cinaedus". Ενεργητικός ομοφυλόφιλος, στους Αρχαίους, ήτο εκείνος, που έπραττε και παθητικός εκείνος, που έπασχε : "εκείνος μεν πράττειν, ούτος δε πάσχειν" (Αισχίνης : "Κατά Τιμάρχου, 41). Συνηθέστερος όμως χαρακτηρισμός των παθητικών ομοφυλοφίλων ήτο κίναιδος (Βοιωτ. "κίνηδος") εκ του κινώ+αιδώ ή αιδοία (Χ. Μπαλτάς : "Λεξικό Αρχαίας Ελληνικής γλώσσας", έκδ. "Παπαδήμα", σελ. 324).
Κίναιδος ονομάζεται ο ερχόμενος, εις παρά φύσιν σαρκικήν ένωσιν, με παθητικόν ρόλον (Εγκ. "ΗΛΙΟΣ", τόμ. 10ος, σελ. 746, Εγκ. "Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια", τόμος 14ος, σελ. 417). Η κιναιδία και κιναιδεία, εκ του κιναιδεύομαι, που σημαίνει "πάσχω τα του κιναίδου" (Δ. Δημητράκος : ένθ. ανωτ., τόμος 8ος, σελ. 3905) εσήμαινε επίσης κατά συνεκδοχήν "την διαφθοράν των ηθών". Απαντάται και το ρήμα "κιναιδολογώ", δι' όσους ωμίλουν ή έγραφον "περί αισχρών πραγμάτων" (ένθ. ανωτ.) και την "αναισχυντίαν" ("Λεξικόν Σουίδα", τόμος 4ος, σελ. 601).
Ο χαρακτηρισμός "κίναιδος" περιείχε βαρυτάτην προσβολήν και μείωσιν του ανθρώπου.
Ο Σωκράτης μάλιστα επίστευεν, ότι ο βίος των κιναίδων είναι φρικτός και αισχρός και άθλιος ! (Πλάτων : "Γοργίας", 494 Ε) και συνέχισε λέγων στον Καλλικλή, ότι δεν είναι ευδαίμων ο δεχόμενος, οποιαδήποτε ηδονήν και δεν διακρίνει στας ηδονάς, ποίαι εξ αυτών είναι αγαθαί και ποίαι κακαί : "και μη διορίζεται των ηδονών οποίαι αγαθαί και κακαί ;" (ένθ. ανωτ. 495 Α).
Υπάρχουν διαφορετικοί τρόποι διασκεδάσεως. Τα θαλασσοπούλια διασκεδάζουν, φτερουγίζοντας στον αφρό του κύματος. Τα γουρούνια διασκεδάζουν κυλιόμενα στη λάσπη.
Κατά τους Αρχαίους ο κιναιδισμός απετέλει "αισχίστην ηδονήν" (Αισχίνης, ένθ. ανωτ., 42).
Επίσης, ο Αισχίνης ("Περί της παραπρεσβείας", 99) ομιλεί καταφρονητικώς δια την κιναιδίαν.
2. Σχετικώς προς την ορολογίαν
"ομοφυλοφιλία (η) νεώτ. γενετήσιος δια-
στροφή καθ' ήν επιδιώκει τις την ικανοποίησιν
του ερωτικού αυτού ενστίκτου επί προσώπου του
αυτού φύλου, ερωτική σχέσις προς άτομον του
αυτού φύλου, πρβλ αρσενοκοιτία, λεσβιασμός".
(Δ. Δημητράκος : "Λεξικόν Ελληνικής Γλώσσης"
τόμος 10ος, σελ. 5144)
Η ΓΕΝΕΤΗΣΙΟΣ ΔΙΑΣΤΡΟΦΗ ΤΗΣ ΟΜΟΦΥΛΟΦΙΛΙΑΣ ΔΙΑΤΥΠΟΥΤΑΙ με νέα ονόματα. Έτσι την ονομάζουν "ιδιαιτερότητα", "διαταραχή σεξουαλικής ταυτότητας", "σεξουαλική επιλογή". Αλλάζουν αι λέξεις, προς λεκτικήν ωραιοποίησιν μιάς διαστροφής, της οποίας μεταβάλλουν το όνομα, αλλ' όχι την ουσίαν. Τα σκατά και άν τα ειπήτε κόπρανα ή περιττώματα, ο κόσμος όλος εννοεί τα σκατά, διότι αυτή η λέξις κοινώς τα εκφράζει. Έτσι, όταν λέγετε ομοφυλόφιλος, το μυαλό όλων εννοεί τον πούστην, διότι αυτή η λέξις κοινώς τον εκφράζει και να μη σας ενοχλή, διότι είναι καθιερωμένη και την αναφέρει το "Αντιλεξικόν" του Θ. Βοσταντζόγλου (β΄ έκδ. Αθ. 1962, σελ. 282).
Η "σεξουαλικότης" στα Αρχαία Ελληνικά εκαλείτο "αφροδισία", ενώ οι όροι"ομοφυλόφιλος" και "ετεροφυλόφιλος" δεν εχρησιμοποιούντο στην Aρχαιότητα.
Πρώτος τους μετεχειρίσθη ο Γερμανός Μπέν/κερτ το 1868, με την σύνθεσιν Ελληνικών λέξεων (όμοιος+φύλο+φίλος) και από τότε καθιερώθησαν. Κατά τον θεμελιωτή του όρου "ομοφυλοφιλία" αυτή οφείλεται εις "ορμήν", η οποία απωθεί, από το αντίθετον φύλον και στο "θύμα αυτού του πάθους" επιβάλλονται τα συναισθήματα, που του ασκούν άτομα του ιδίου φύλου.
Ο παθητικός ομοφυλόφιλος (ανήρ, που προσποιείται την γυναίκα) στην Αρχαίαν Ελλάδα εκαλείτο "καταπύγων" (εκ του κατά+πυγή, που σημαίνει πρωκτός) ή κατάπρωκτος, ενώ ο ενεργητικός ομοφυλόφιλος (ανήρ, που συνευρίσκεται με άνδρα) εκαλείτο αρσενοκοίτης. Η λέξις επίσης σημαίνει : "τον ακόλαστον άνθρωπον" (J. Hofman : "Ετυμολογικόν Λεξικόν Αρχαίας Ελληνικής, Ελλ. έκδ. Αθ. 1974, σελ. 166).
Ο όρος στα λατινικά ήτο "cinaedus". Ενεργητικός ομοφυλόφιλος, στους Αρχαίους, ήτο εκείνος, που έπραττε και παθητικός εκείνος, που έπασχε : "εκείνος μεν πράττειν, ούτος δε πάσχειν" (Αισχίνης : "Κατά Τιμάρχου, 41). Συνηθέστερος όμως χαρακτηρισμός των παθητικών ομοφυλοφίλων ήτο κίναιδος (Βοιωτ. "κίνηδος") εκ του κινώ+αιδώ ή αιδοία (Χ. Μπαλτάς : "Λεξικό Αρχαίας Ελληνικής γλώσσας", έκδ. "Παπαδήμα", σελ. 324).
Κίναιδος ονομάζεται ο ερχόμενος, εις παρά φύσιν σαρκικήν ένωσιν, με παθητικόν ρόλον (Εγκ. "ΗΛΙΟΣ", τόμ. 10ος, σελ. 746, Εγκ. "Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια", τόμος 14ος, σελ. 417). Η κιναιδία και κιναιδεία, εκ του κιναιδεύομαι, που σημαίνει "πάσχω τα του κιναίδου" (Δ. Δημητράκος : ένθ. ανωτ., τόμος 8ος, σελ. 3905) εσήμαινε επίσης κατά συνεκδοχήν "την διαφθοράν των ηθών". Απαντάται και το ρήμα "κιναιδολογώ", δι' όσους ωμίλουν ή έγραφον "περί αισχρών πραγμάτων" (ένθ. ανωτ.) και την "αναισχυντίαν" ("Λεξικόν Σουίδα", τόμος 4ος, σελ. 601).
Ο χαρακτηρισμός "κίναιδος" περιείχε βαρυτάτην προσβολήν και μείωσιν του ανθρώπου.
Ο Σωκράτης μάλιστα επίστευεν, ότι ο βίος των κιναίδων είναι φρικτός και αισχρός και άθλιος ! (Πλάτων : "Γοργίας", 494 Ε) και συνέχισε λέγων στον Καλλικλή, ότι δεν είναι ευδαίμων ο δεχόμενος, οποιαδήποτε ηδονήν και δεν διακρίνει στας ηδονάς, ποίαι εξ αυτών είναι αγαθαί και ποίαι κακαί : "και μη διορίζεται των ηδονών οποίαι αγαθαί και κακαί ;" (ένθ. ανωτ. 495 Α).
Υπάρχουν διαφορετικοί τρόποι διασκεδάσεως. Τα θαλασσοπούλια διασκεδάζουν, φτερουγίζοντας στον αφρό του κύματος. Τα γουρούνια διασκεδάζουν κυλιόμενα στη λάσπη.
Κατά τους Αρχαίους ο κιναιδισμός απετέλει "αισχίστην ηδονήν" (Αισχίνης, ένθ. ανωτ., 42).
Επίσης, ο Αισχίνης ("Περί της παραπρεσβείας", 99) ομιλεί καταφρονητικώς δια την κιναιδίαν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.